Ένας μεγάλος θησαυρός, Νίκος Σίμος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν πέντε φίλοι: ο Νίκος, ο οποίος είναι κοντός, καστανομάλλης, λεπτός και του αρέσει να παίζει ποδόσφαιρο. Ο Ιάσονας ο οποίος είναι μαυρομάλλης, ψηλός, εύσωμος, δυνατός και φοράει γυαλιά. Επίσης του αρέσει να παίζει πόλο. Ο Βαγγέλης είναι κι αυτός ψηλός, εύσωμος, έξυπνος, δυνατός και έχει κι αυτός ίδια μαλλιά με τον Ιάσονα, όμως λίγο πιο μακριά, και του αρέσει να παίζει ποδόσφαιρο. Ο Μάνος δεν είναι πολύ δυνατός, ούτε εύσωμος, έχει μακριά καστανά μαλλιά και του αρέσει να παίζει τένις. Τέλος ο Φώτης ο οποίος είναι ο πιο ψηλός της παρέας έχει κι αυτός μακριά καστανά μαλλιά, είναι πολύ δυνατός και του αρέσει να παίζει μπάσκετ.

Αυτοί οι πέντε φίλοι είχαν μια ιδέα· να πάνε να βρούνε έναν μεγάλο θησαυρό, που είχαν ακούσει ότι είχε το νησί που μένανε το οποίο είχε πολλά δέντρα, μεγάλα ποτάμια και πολλά σπάνια ζώα και το νησί τους ονομαζόταν Σαυθηρός.

Τα παιδιά το προηγούμενο βράδυ ήταν μαζεμένα όλα μαζί στο σπίτι του Μάνου και σχεδίαζαν το πώς θα πάνε να βρούνε το θησαυρό. Όταν ήρθε το βράδυ τα παιδιά πήγαν στα σπίτια τους για να κοιμηθούν γιατί ήξεραν ότι τους περίμενε μια μεγάλη μέρα.

Με το που ξημέρωσε και ο κόκορας λάλησε οι φίλοι μας σηκώθηκαν να φάνε ένα πλούσιο γεύμα για να έχουν δυνάμεις. Τη στιγμή που τελείωσαν το φαγητό τους όλοι ετοίμαζαν τις τσάντες τους που είχαν βάλει μέσα, νερό, φαγητό, χυμούς και φυσικά λεφτά.

Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του νησιού για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Η πρώτη αποστολή των παιδιών ήταν να περάσουν από το πιο τρομακτικό δάσος του νησιού. Το δάσος αυτό ήταν πολύ μεγάλο, με πολλά δέντρα και φυτά και ζώα και ακουγόντουσαν παράξενοι ήχοι.

Όταν οι φίλοι μας είδαν το δάσος, τους ήρθε ξαφνικά μία ιδέα: να γυρίσουν πίσω, όμως τελικά συνέχισαν. Πέρασαν με επιτυχία το δάσος με έναν απλό τρόπο: τρέχοντας και με κλειστά τα μάτια.

Οι μικροί μας φίλοι όταν πέρασαν το δάσος ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί αυτό ήταν το πιο δύσκολο μέρος.

Οι ήρωες της ιστορίας μας προχώρησαν και έφτασαν σε έναν μεγάλο ποταμό, που υπέθεταν ότι θα ήταν εύκολο να τον περάσουν από την ξύλινη γέφυρα. Τότε για να σιγουρευτούν ότι η γέφυρα ήταν δυνατή την κούνησαν λίγο και αυτήν τότε κατέρρευσε. Κατατρομαγμένοι δεν ήξεραν πώς να περάσουν απέναντι και τότε ήρθε μια ιδέα στο Φώτη: να κάνουν το γύρο για να περάσουν, κι έτσι έγινε. Οι φίλοι μας ξεκίνησαν, λοιπόν, για το γύρο, αλλά διαπίστωσαν ότι πρώτα έπρεπε να σκαρφαλώσουν ένα σχετικά μικρό και ανώμαλο βουνό. Το βουνό αυτό είχε πολλές πέτρες, βράχους, διάφορα ήδη φιδιών και σκορπιών και είχε διάφορα μέρη τα οποία γλιστρούσαν πάρα πολύ.

Τα παιδιά σκαρφάλωναν το βουνό αργά και τα πήγαιναν πολύ καλά μέχρι που λίγο πριν τελειώσει το σκαρφάλωμα ο Μάνος γλίστρησε και πιανόταν μόνο με το ένα χέρι. Τότε όλα τα παιδιά πήγαν να τον βοηθήσουν. Ήταν πολύ δύσκολο να τον κάνουν να πιαστεί με τα δύο του χέρια, γιατί άμα γινόταν κάτι λάθος θα έπεφταν όλοι και θα τελείωνε η ιστορία μας. Όμως, μετά από δύο μάταιες προσπάθειες κατάφερε ο Μάνος να πιαστεί από τα δυο του χέρια και κατάφεραν να ανεβούνε το βουνό. Για καλή τους τύχη από την άλλη μεριά υπήρχε δρόμος για να κατεβούνε εύκολα και άνετα.

Μόλις κατέβηκαν έκαναν μια στάση για να φάνε και να ξεκουραστούνε. Ήξεραν ότι τους απέμενε το τελευταίο μέρος, να πάρουνε τον θησαυρό από έναν Ινδιάνο αρχηγό, που το όνομά του ήταν Μεχμέτ Αλιμπούχου και από έναν πειρατή τον Κάπτεν-Τσαβ.

Οι ήρωες μας συνέχισαν το ταξίδι τους αλλά δεν ήξεραν από πού να πάνε και αποφάσισαν να πάνε προς την δύση. Όμως συνάντησαν ένα μεγάλο και πολύ τρομακτικό ζώο. Αυτό το ζώο ήταν μαύρο και είχε μεγάλα δόντια. Οι πέντε φίλοι άρχισαν να τρέχουν και αυτό τους κυνηγούσε από πίσω. Ξαφνικά ο Βαγγέλης πέταξε λίγο από το τοστ που είχε και το παράξενο ζώο σταμάτησε και άρχισε να το τρώει. Τότε ήταν η ευκαιρία των φίλων μας να τρέξουν και να το χάσουν και ευτυχώς έτσι έγινε.

Ύστερα από ώρες, τα παιδιά βρήκαν το «Χ»και κατάλαβαν ότι ήταν κοντά στον θησαυρό τους.

Το τοπίο εκεί ήταν ερημικό, ο ήλιος ήταν πολύ ζεστός και τους τύφλωνε τα μάτια. Το μόνο πράγμα που υπήρχε εκεί ήταν ένα μπουκαλάκι νερό, δύο καρέκλες, μια βαρκούλα και ένα άλογο. Πίσω από όλο αυτό το τοπίο φαινόταν ένα μεγάλο βουνό το οποίο ήταν χιονισμένο.

Τα παιδιά άρχισαν να σκάβουν με τα χέρια τους. Ξαφνικά, όμως, εμφανίστηκε ο Ινδιάνος και ο Πειρατής.

Ο Ινδιάνος ήταν ψηλός, μαυρομάλλης, κοκκινόχρωμος. Το πρόσωπό του ήταν μεγάλο, με ζάρες και κατακόκκινο. Τα μαλλιά του ήταν πού μακριά και μαύρα. Τα χέρια του ήταν καλογυμνασμένα και το στήθος του ήταν το πιο το πιο γυμνασμένο του σημείο. Τα πόδια του ήταν λεπτά και πολύ μακριά. Αντιθέτως ο Πειρατής ήταν κοντός, χοντρός, φορούσε ένα καπέλο και είχε μόνο ένα πόδι. Το πρόσωπό του ήταν μικρό, τα μάτια του ολοστρόγγυλα και ήταν σαν σφαίρες. Τα μαλλιά του, όσα φαινόταν εξαιτίας του καπέλου του ήταν πορτοκαλί σαν το μακρύ του το μουστάκι. Το στήθος του ήταν χοντρό και μικρό, τα χέρια του ήταν μικρά αλλά καλογυμνασμένα. Το πόδι του ήταν πολύ μικρό και πήγαινε κούτσα -κούτσα.

Τα παιδιά μόλις τους είδαν φοβήθηκαν γιατί νόμιζαν ότι θα τους κάνουν κακό, αλλά ξαλάφρωσαν όταν τους χαιρέτησαν. Τα παιδιά ανταπέδωσαν το χαιρετισμό και τους εξήγησαν γιατί ήρθαν. Τότε ο Ινδιάνος είπε να μοιράσουν τον θησαυρό και αυτά συμφώνησαν.

Μόλις βρήκαν το θησαυρό και τον άνοιξαν είδαν μόνο ένα γράμμα το οποίο έλεγε

«Τα λεφτά δεν είναι ο μόνος θησαυρός. Ο θησαυρός απ’ αυτό το σεντούκι είναι το μήνυμα την φιλίας. Όλοι πρέπει να αγαπιόμαστε και να μην μισούμε κανέναν»

Τότε ο Πειρατής και ο Ινδιάνος στενοχωρήθηκαν γιατί δεν είχαν κανέναν φίλο. Τα παιδιά είπαν να γίνουν τότε αυτοί φίλοι τους για να μην στενοχωριούνται και ο Πειρατής και ο Ινδιάνος έγιναν πολύ χαρούμενοι.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου