Το σπίτι, Έφη Μπολλάνο

Σήμερα, εγώ και η παρέα μου είμαστε στο τρένο για ένα ταξιδάκι, επειδή νικήσαμε σ' ένα διαγωνισμό και θα πάμε σε ένα σπίτι που είναι στοιχειωμένο· εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, αλλά πριν από δύο μέρες είδα μαζί με τις φίλες μου έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν πολύ αλλόκοτος. Είχαμε βγει για να πάμε βόλτα. Σε μια στιγμή μας πλησίασε και μας είπε ότι κάποιος θα μας κάνει να τρομάξουμε πολύ. Εμείς τον αγνοήσαμε και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.

Στο σπίτι θα μείνουμε για μία εβδομάδα. Από το φυλλάδιο που μας έδωσαν φαίνεται καταπληκτικό το μέρος.
Μόλις φτάσαμε μας πήγαν να δούμε την πόλη. Δεν ήταν σαν τη δική μας· είχε πιο μικρές πολυκατοικίες, πιο πολλά δέντρα και πιο λίγα αυτοκίνητα. Είχαμε πάει με τα πόδια. Υπήρχαν πολλά πάρκα, όμως δεν ήταν βρόμικα, με χαρτιά κάτω· ήταν πεντακάθαρα. Πήγαμε και κάτσαμε κι εμείς σ' ένα πάρκο. Δίπλα υπήρχε ένα μικρό δάσος. Τα δέντρα του ήταν πανύψηλα. Ήταν γεμάτο με λουλούδια και μικρά ζωάκια. Τα παιδιά πήγαιναν και τους δίνανε λίγο ψωμί για να φάνε. Τα ζωάκια πλησίαζαν άφοβα, γιατί ήξεραν ότι δε θα τους κάνουν κακό. Αργότερα προχωρήσαμε και εξερευνήσαμε το τοπίο. Αν και η πόλη ήταν πολύ όμορφη δεν είχε και πολλούς κατοίκους.
Μετά από δυο ώρες ήρθαν και μας πήραν για να μας πάνε στο σπίτι. Ήταν λίγο μακριά, αλλά δεν κάναμε πολλή ώρα. Όταν φτάσαμε, είχε νυχτώσει.
Το σπίτι όντως ήταν τρομαχτικό· έμοιαζε σαν τα σπίτια στα οποία γυρίζουν τρομαχτικές ταινίες. Ήταν τριώροφο· το χρώμα του ήταν μαύρο με καφέ. Είχε μεγάλα παράθυρα, στα οποία κρέμονταν άσπρες κουρτίνες. Η πόρτα ήταν πελώρια, γύρω στα τρία μέτρα ύψος και φάρδος. Υπήρχε μια γέφυρα που έπρεπε να περάσεις για να μπεις στο σπίτι, γιατί υπήρχε μία λίμνη. Η λίμνη ήταν πάρα πολύ βρόμικη. Αν έπεφτες μέσα, σίγουρα θα μύριζες για δυο μήνες σαν ασβός. Μπήκαμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν υπήρχε καμία σχέση με το έξω· ήταν σαν παλάτι· υπήρχαν χαρούμενα χρώματα και όχι αυτό το μαύρο και καφέ μουντό και τρομαχτικό χρώμα. Το σαλόνι και κάθε χώρος του σπιτιού ήταν τεράστιος. Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και μετά κατεβήκαμε κάτω για πρωινό στην τραπεζαρία. Χωριστήκαμε ανά δύο άτομα για να κοιμηθούμε, όχι επειδή δεν έφταναν τα δωμάτια, αλλά γιατί φοβόμασταν λίγο, επειδή μας είπαν ότι παλιά ένας άνθρωπος πέθανε σ' αυτό το σπίτι και το πτώμα του δεν είχε βρεθεί ποτέ.
Μόλις ξάπλωσα μου ήρθε κατευεθείαν στο μυαλό μου αυτός ο περίεργος άνθρωπος. Ήταν πολύ παράξενος. Τα μάτια του είχαν ένα θλιβερό βλέμμα. Το πηγούνι του ήταν μακρύ και λεπτό. Το μέτωπό του πλατύ και τα χείλη του λεπτά σαν μια γραμμή. Στο μάγουλό του είχε ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι. Τα ρούχα του ήταν ελεεινά, όλα ήταν σχισμένα. Στε κεφάλι του φορούσε ένα σκούφο ο οποίος από επάνω είχε σκιστεί. Στο χέρι του κρατούσε ένα άδειο μπουκάλι με αλκοόλ. Λογικά ήταν μεθυσμένος.

Όλες οι μέρες πέρασαν και τίποτα δεν έγινε. Χωρίς λόγο ανησυχούσα τελικά.

Ένας μεγάλος θησαυρός, Νίκος Σίμος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν πέντε φίλοι: ο Νίκος, ο οποίος είναι κοντός, καστανομάλλης, λεπτός και του αρέσει να παίζει ποδόσφαιρο. Ο Ιάσονας ο οποίος είναι μαυρομάλλης, ψηλός, εύσωμος, δυνατός και φοράει γυαλιά. Επίσης του αρέσει να παίζει πόλο. Ο Βαγγέλης είναι κι αυτός ψηλός, εύσωμος, έξυπνος, δυνατός και έχει κι αυτός ίδια μαλλιά με τον Ιάσονα, όμως λίγο πιο μακριά, και του αρέσει να παίζει ποδόσφαιρο. Ο Μάνος δεν είναι πολύ δυνατός, ούτε εύσωμος, έχει μακριά καστανά μαλλιά και του αρέσει να παίζει τένις. Τέλος ο Φώτης ο οποίος είναι ο πιο ψηλός της παρέας έχει κι αυτός μακριά καστανά μαλλιά, είναι πολύ δυνατός και του αρέσει να παίζει μπάσκετ.

Αυτοί οι πέντε φίλοι είχαν μια ιδέα· να πάνε να βρούνε έναν μεγάλο θησαυρό, που είχαν ακούσει ότι είχε το νησί που μένανε το οποίο είχε πολλά δέντρα, μεγάλα ποτάμια και πολλά σπάνια ζώα και το νησί τους ονομαζόταν Σαυθηρός.

Τα παιδιά το προηγούμενο βράδυ ήταν μαζεμένα όλα μαζί στο σπίτι του Μάνου και σχεδίαζαν το πώς θα πάνε να βρούνε το θησαυρό. Όταν ήρθε το βράδυ τα παιδιά πήγαν στα σπίτια τους για να κοιμηθούν γιατί ήξεραν ότι τους περίμενε μια μεγάλη μέρα.

Με το που ξημέρωσε και ο κόκορας λάλησε οι φίλοι μας σηκώθηκαν να φάνε ένα πλούσιο γεύμα για να έχουν δυνάμεις. Τη στιγμή που τελείωσαν το φαγητό τους όλοι ετοίμαζαν τις τσάντες τους που είχαν βάλει μέσα, νερό, φαγητό, χυμούς και φυσικά λεφτά.

Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του νησιού για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Η πρώτη αποστολή των παιδιών ήταν να περάσουν από το πιο τρομακτικό δάσος του νησιού. Το δάσος αυτό ήταν πολύ μεγάλο, με πολλά δέντρα και φυτά και ζώα και ακουγόντουσαν παράξενοι ήχοι.

Όταν οι φίλοι μας είδαν το δάσος, τους ήρθε ξαφνικά μία ιδέα: να γυρίσουν πίσω, όμως τελικά συνέχισαν. Πέρασαν με επιτυχία το δάσος με έναν απλό τρόπο: τρέχοντας και με κλειστά τα μάτια.

Οι μικροί μας φίλοι όταν πέρασαν το δάσος ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί αυτό ήταν το πιο δύσκολο μέρος.

Οι ήρωες της ιστορίας μας προχώρησαν και έφτασαν σε έναν μεγάλο ποταμό, που υπέθεταν ότι θα ήταν εύκολο να τον περάσουν από την ξύλινη γέφυρα. Τότε για να σιγουρευτούν ότι η γέφυρα ήταν δυνατή την κούνησαν λίγο και αυτήν τότε κατέρρευσε. Κατατρομαγμένοι δεν ήξεραν πώς να περάσουν απέναντι και τότε ήρθε μια ιδέα στο Φώτη: να κάνουν το γύρο για να περάσουν, κι έτσι έγινε. Οι φίλοι μας ξεκίνησαν, λοιπόν, για το γύρο, αλλά διαπίστωσαν ότι πρώτα έπρεπε να σκαρφαλώσουν ένα σχετικά μικρό και ανώμαλο βουνό. Το βουνό αυτό είχε πολλές πέτρες, βράχους, διάφορα ήδη φιδιών και σκορπιών και είχε διάφορα μέρη τα οποία γλιστρούσαν πάρα πολύ.

Τα παιδιά σκαρφάλωναν το βουνό αργά και τα πήγαιναν πολύ καλά μέχρι που λίγο πριν τελειώσει το σκαρφάλωμα ο Μάνος γλίστρησε και πιανόταν μόνο με το ένα χέρι. Τότε όλα τα παιδιά πήγαν να τον βοηθήσουν. Ήταν πολύ δύσκολο να τον κάνουν να πιαστεί με τα δύο του χέρια, γιατί άμα γινόταν κάτι λάθος θα έπεφταν όλοι και θα τελείωνε η ιστορία μας. Όμως, μετά από δύο μάταιες προσπάθειες κατάφερε ο Μάνος να πιαστεί από τα δυο του χέρια και κατάφεραν να ανεβούνε το βουνό. Για καλή τους τύχη από την άλλη μεριά υπήρχε δρόμος για να κατεβούνε εύκολα και άνετα.

Μόλις κατέβηκαν έκαναν μια στάση για να φάνε και να ξεκουραστούνε. Ήξεραν ότι τους απέμενε το τελευταίο μέρος, να πάρουνε τον θησαυρό από έναν Ινδιάνο αρχηγό, που το όνομά του ήταν Μεχμέτ Αλιμπούχου και από έναν πειρατή τον Κάπτεν-Τσαβ.

Οι ήρωες μας συνέχισαν το ταξίδι τους αλλά δεν ήξεραν από πού να πάνε και αποφάσισαν να πάνε προς την δύση. Όμως συνάντησαν ένα μεγάλο και πολύ τρομακτικό ζώο. Αυτό το ζώο ήταν μαύρο και είχε μεγάλα δόντια. Οι πέντε φίλοι άρχισαν να τρέχουν και αυτό τους κυνηγούσε από πίσω. Ξαφνικά ο Βαγγέλης πέταξε λίγο από το τοστ που είχε και το παράξενο ζώο σταμάτησε και άρχισε να το τρώει. Τότε ήταν η ευκαιρία των φίλων μας να τρέξουν και να το χάσουν και ευτυχώς έτσι έγινε.

Ύστερα από ώρες, τα παιδιά βρήκαν το «Χ»και κατάλαβαν ότι ήταν κοντά στον θησαυρό τους.

Το τοπίο εκεί ήταν ερημικό, ο ήλιος ήταν πολύ ζεστός και τους τύφλωνε τα μάτια. Το μόνο πράγμα που υπήρχε εκεί ήταν ένα μπουκαλάκι νερό, δύο καρέκλες, μια βαρκούλα και ένα άλογο. Πίσω από όλο αυτό το τοπίο φαινόταν ένα μεγάλο βουνό το οποίο ήταν χιονισμένο.

Τα παιδιά άρχισαν να σκάβουν με τα χέρια τους. Ξαφνικά, όμως, εμφανίστηκε ο Ινδιάνος και ο Πειρατής.

Ο Ινδιάνος ήταν ψηλός, μαυρομάλλης, κοκκινόχρωμος. Το πρόσωπό του ήταν μεγάλο, με ζάρες και κατακόκκινο. Τα μαλλιά του ήταν πού μακριά και μαύρα. Τα χέρια του ήταν καλογυμνασμένα και το στήθος του ήταν το πιο το πιο γυμνασμένο του σημείο. Τα πόδια του ήταν λεπτά και πολύ μακριά. Αντιθέτως ο Πειρατής ήταν κοντός, χοντρός, φορούσε ένα καπέλο και είχε μόνο ένα πόδι. Το πρόσωπό του ήταν μικρό, τα μάτια του ολοστρόγγυλα και ήταν σαν σφαίρες. Τα μαλλιά του, όσα φαινόταν εξαιτίας του καπέλου του ήταν πορτοκαλί σαν το μακρύ του το μουστάκι. Το στήθος του ήταν χοντρό και μικρό, τα χέρια του ήταν μικρά αλλά καλογυμνασμένα. Το πόδι του ήταν πολύ μικρό και πήγαινε κούτσα -κούτσα.

Τα παιδιά μόλις τους είδαν φοβήθηκαν γιατί νόμιζαν ότι θα τους κάνουν κακό, αλλά ξαλάφρωσαν όταν τους χαιρέτησαν. Τα παιδιά ανταπέδωσαν το χαιρετισμό και τους εξήγησαν γιατί ήρθαν. Τότε ο Ινδιάνος είπε να μοιράσουν τον θησαυρό και αυτά συμφώνησαν.

Μόλις βρήκαν το θησαυρό και τον άνοιξαν είδαν μόνο ένα γράμμα το οποίο έλεγε

«Τα λεφτά δεν είναι ο μόνος θησαυρός. Ο θησαυρός απ’ αυτό το σεντούκι είναι το μήνυμα την φιλίας. Όλοι πρέπει να αγαπιόμαστε και να μην μισούμε κανέναν»

Τότε ο Πειρατής και ο Ινδιάνος στενοχωρήθηκαν γιατί δεν είχαν κανέναν φίλο. Τα παιδιά είπαν να γίνουν τότε αυτοί φίλοι τους για να μην στενοχωριούνται και ο Πειρατής και ο Ινδιάνος έγιναν πολύ χαρούμενοι.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

Μια ωραία θαλασσοτρικυμία, Δημήτρης Παπαδημητρίου

Όλα άρχισαν μια χρονιά που δεν είχα γεννηθεί εγώ. Αυτήν την ιστορία που θα σας αφηγηθώ μου την είχε διηγηθεί ένα άλλο παιδί πριν από κάμποσο καιρό. Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ έγινε το 1994.

Το καλοκαίρι, λοιπόν, αυτής της χρονιάς, βρέθηκαν δύο πολύ καλοί φίλοι, ο Τάσος και ο Βασίλης, σαραντάχρονοι περίπου και οι δυο, κάπου στην Χαλκιδική. Ο Τάσος ήταν ψηλός, τόσο που φαινόταν σαν μπασκετμπολίστας, ενώ το δέρμα του ήταν πολύ απαλό και σκούρο από τον ήλιο. Τα μαλλιά του ήταν σηκωμένα καρφάκια και είχαν χρώμα ανοιχτό μαύρο, που του πήγαινε πολύ. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, το πρόσωπό του όμως το ομόρφαιναν τα φρύδια του, που στην αρχή ήταν λίγο σηκωμένα και μετά πήγαιναν ίσια. Το πιγούνι του ήταν θεληματικό και είχε μεγάλη μύτη. Ήταν αρκετά σωματώδης, κάτι παραπάνω από το κανονικό, μάλλον προς το χοντρός. Τέλος, το «χόμπι» του ήταν να ψαρεύει, όπως, άλλωστε, και του Βασίλη. Ο Βασίλης δεν ήταν πολύ ψηλός. Είχε καστανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Εντύπωση έκανε η μεγάλη μύτη του που υπερτόνιζε τα σαρκώδη χείλη του. Κατά τ’ άλλα θα λέγαμε πως ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Μια ηλιόλουστη μέρα ετοίμασαν όλα τα σύνεργα, δηλαδή τα καλάμια, τις πετονιές και τα δολώματα και ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη ψαριά. Λοιπόν, στις έξι ώρα τα χαράματα ξεκίνησαν μ’ ένα φουσκωτό, το οποίο ήταν κίτρινο και μεγάλο και χωρούσε ίσαμε 7-8 άτομα. Η ώρα είχε περάσει αρκετά, όταν έφτασαν στην τοποθεσία που συνήθως ψάρευαν. Μετά από τρεις ώρες είχαν πιάσει πάρα πολλά ψάρια. Σκέφτηκαν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω και τότε συνειδητοποίησαν ότι είχαν χαθεί, γιατί χωρίς να το αντιληφτούν τους είχαν παρασύρει τα θαλάσσια ρεύματα. Σιγά, σιγά μεσημέριαζε και οι φίλοι μας ταξίδευαν όλο και πιο μακριά. Για να καταλάβετε ένα πράγμα σαν τον νόστο του Οδυσσέα.

Είχε φτάσει το μεσημέρι, ο καιρός άρχισε να χαλάει και να βγάζει ομίχλη. Ο Βασίλης που ήταν και κοσμογυρισμένος κατάλαβε ότι είχαν φτάσει στην Σκόπελο. Σταμάτησαν τη μηχανή της βάρκας και σκέφτονταν να κάτσουν στο νησί ή να προσπαθήσουν να γυρίσουν πίσω. Αποφάσισαν να το τολμήσουν και να γυρίσουν. Πήγε ο Τάσος να βάλει μπροστά τη μηχανή και διαπίστωσαν ότι η μηχανή δεν έπαιρνε με τίποτα μπρος. Προσπαθούσαν για ώρα, γεμάτοι αγωνία, αλλά τίποτα, η μηχανή δεν έλεγε να ξεκινήσει. Εξαντλημένοι από την αγωνία έβλεπαν το νησί όλο και πιο μακριά! Ο άνεμος δυνάμωνε όλο και περισσότερο και δεν κατεύθυνε πλέον η μηχανή τη βάρκα αλλά, το κύμα οδηγούσε τη βάρκα όπου ήθελε εκείνο.

Η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή, ο καιρός όλο και χειροτέρευε και τα κύματα είχαν φτάσει τα πέντε μέτρα. Οι δύο φίλοι δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά τέτοιο πρόβλημα. Η θάλασσα ήταν πολύ άγρια, θολή και κατάμαυρη. Η βάρκα ανεβοκατέβαινε πάνω στο κύμα, λες και ήταν σε κανένα παιχνίδι στο λούνα - παρκ. Φοβισμένος ο Βασίλης πήγε να καλέσει από το κινητό του το λιμενικό ή κάποιον άλλον. Μόλις έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του, ήρθε ένα θυμωμένο κύμα προς τα επάνω του, έτσι έχασε την ισορροπία του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το κινητό έκανε παρέα στα ψάρια!!! Η κατάσταση ήταν πια σκέτη απελπισία. Το βράδυ είχε πέσει, και η σκοτεινιά της νύχτας σκέπαζε τα πάντα.

Οι συγγενείς τους ανησύχησαν και ειδοποίησαν το λιμενικό να ψάχνει παντού.

Σε λίγο θα ξημέρωνε και άρχισε να βρέχει. Οι ήρωες μας ήταν σίγουρα καταδικασμένοι. Χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν, πήραν έναν κουβά και άδειαζαν συνέχεια το νερό που έμπαινε στο φουσκωτό. ,

Το λιμενικό δεν μπορούσε με τίποτα να τους βρει και τα ελικόπτερο δεν μπορούσαν να φύγουν λόγω της κακοκαιρίας. Μετά από μια μέρα έρευνας, ένα σκάφος του λιμενικού, τους είδε σε μια απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων. Τα καιρικά φαινόμενα όμως δεν είχαν αλλάξει. Το λιμενικό πλησίαζε όλο και πιο πολύ όμως οι ήρωες μας απομακρύνονταν όλο και περισσότερο. Ο καιρός, ευτυχώς, άρχισε να μαλακώνει σιγά σιγά, όμως συνειδητοποίησαν ότι η βάρκα του λιμενικού, είχε ακουμπήσει σ’ ένα ύφαλο, κι άρχισε να βουλιάζει. Τότε οι ήρωές μας έβαλαν τους άντρες του λιμενικού στην δικιά τους βάρκα πριν συμβεί το μοιραίο.

Κάποια στιγμή ο καιρός άλλαξε και η θάλασσα έγινε και πάλι λάδι. Προσπάθησαν να βάλουν ξανά μπρος τη μηχανή, και ω του θαύματος, αυτή τη φορά πήρε μπρος με την πρώτη προσπάθεια. Μετά από μία μέρα περιπέτειας κατάφεραν να φτάσουν στη Χαλκιδική. Εδώ οι φίλοι μας είναι πραγματικά ήρωες, γιατί κατάφεραν και να ξεφύγουν από την τρικυμία και να σώσουν τους άντρες του λιμενικού.

Όλοι τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, μερικοί έκλαιγαν από τη χαρά τους . Τους επιβράβευσαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Βγήκαν στην τηλεόραση και έγιναν μεγάλο θέμα στην Ελλάδα και όχι μόνο.

Τέλος, με τέτοια περιπέτεια θα νόμιζε κανείς πως δε θα πήγαιναν για ψάρεμα ποτέ ξανά, αλλά αυτοί πίστευαν πως ήταν απλώς μια μεγάλη εμπειρία και συνέχισαν το «χόμπι» τους, μέχρι τα γεράματα. Βέβαια, συνάντησαν κι άλλες παρόμοιες καταστάσεις και ποτέ δεν το έβαλαν κάτω. Η ιστορία τους θα μείνει αξέχαστη στην καρδιά των ανθρώπων και όχι μόνο στη δικιά τους αλλά και στη δικιά μου!

Ένα παράξενο σπίτι και οι δύο φίλοι, Θανάσης Σέρβος

Ο Γιώργος και ο Ανδρούτσος ήταν δύο φίλοι που μέναν στην Αμερική. Και τα δυο παιδιά είχαν ελληνικές ρίζες. Ο Ανδρούτσος και ο Γιώργος ήταν πολύ καλοί φίλοι και γείτονες. Είχαν την ίδια ηλικία, περίπου 13, και γνώριζαν ο ένας τον άλλο από μικρά παιδιά. Ο Ανδρούτσος ήταν πιο άτακτος και συνέχεια έμπλεκε σε φασαρίες, ενώ ο Γιώργος ήταν πιο φρόνιμος και με καλύτερους τρόπους.

Αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον των παιδιών ήταν ένα ερειπωμένο σπίτι, κοντά στη γειτονιά τους. Έτσι, μια μέρα οι δύο φίλοι αποφάσισαν, μετά από συζήτηση που κράτησε πολλή ώρα, να πάνε στο σπίτι και να το εξερευνήσουν. Όλα τα παιδιά στη γειτονιά λέγανε τρομακτικές ιστορίες γι' αυτό το σπίτι, για παιδιά που μπαίναν μέσα και δε ξαναγύριζαν ποτέ, και άλλοι πως το σπίτι είναι καταραμένο και ακούγονται κραυγές το βράδυ.
Την επόμενη μέρα οι δύο φίλοι ξεκίνησαν για να πάνε στο εγκαταλειμμένο σπίτι· πήραν ό,τι χρειαζόντουσαν μαζί τους, όπως ένα φακό, λίγα τρόφιμα και τον αγιασμό από την εκκλησία σε μπουκαλάκι, για να μείνουν τα φαντάσματα μακριά τους.
Όταν φτάσανε, είδαν μια μεγάλη σκουριασμένη πόρτα που ήταν ανοικτή. Ο κήπος ήταν τεράστιος. Παλιά πρέπει να ήταν όμορφος, αλλά τώρα ήταν απεριποίητος και γεμάτος αγριόχορτα. Όταν φτάσανε στην πόρτα του σπιτιού, ο Γιώργος και ο Ανδρούτσος διαφωνούσαν για το ποιος θ' ανοίξει την πόρτα.
- Άνοιξέ την εσύ, είπε ο Ανδρούτσος.
- Γιατί εγώ, είπε ο Γιώργος. Γιατί δεν την ανοίγεις εσύ, αφού είπες πως δε φοβάσαι, συμπλήρωσε.
- Κι αν κάτω από το χαλάκι υπάρχει παγίδα και όταν σπρώξω την πόρτα πέσουμε σε κάποια παγίδα; είπε ο Ανδρούτσος.
- Καλά, αφού φοβάσαι, θα την ανοίξω εγώ!, είπε ο Γιώργος.

Ο Γιώργος έσπρωξε την πόρτα αλλά χωρίς αποτέλεσμα· δεν άνοιγε, γιατί ήταν κλειδωμένη.
Καθώς ετοιμαζόντουσαν να πάρουν φόρα και να πέσουν πάνω της, είδαν ένα κουδούνι που βρισκόταν πίσω από ένα αναρριχητικό φυτό, πάτησαν το κουδούνι και προχώρησαν προς την πόρτα.
Μια ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και ρώτησε τα παιδιά τι ήθελαν. Της είπαν πως νόμιζαν ότι το σπίτι ήταν εγκαταλειμμένο. Η κυρία τα ρώτησε άμα ήθελαν να μπουν μέσα και να τους κεράσει κουλουράκια.

Μπήκαν μέσα διστακτικά. Κάθισαν σ' ένα καναπέ και μιλούσαν για διάφορα θέματα, όπως από πού είναι και πώς τους λένε. Η κυρία ήταν μεγάλη σε ηλικία. Ήταν ψηλή, μελαχρινή με άσπρες ρίζες στα μαλλιά της και τα μάτια της είχαν ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Το πρόσωπό της είχε πολύ χαλαρό δέρμα και ρυτίδες. Τα δόντια της ήταν στραβά και η μύτη της ήταν μεγάλη σαν του Πινόκιο, όταν έλεγε ψέματα. Στη συνέχεια ξενάγησε τα παιδιά στο σπίτι, αυτό βέβαια πήρε πολλή ώρα, γιατί το σπίτι της κυρίας ήταν πολύ μεγάλο και δαιδαλώδες, αφού είχε πολλά δωμάτια που μερικά είχαν χρόνια να χρησιμοποιηθούν. Όταν τέλειωσε την περιήγηση ο Γιώργος ρώτησε την κυρία, γιατί δεν την είχαν δει ποτέ και γιατί ακουγόντουσαν φωνές απ' το σπίτι της. Η κυρία είπε πως είχε πρόβλημα στα μάτια και δεν έκανε να βγαίνει έξω στο φως της ημέρας και τα πράγματα που χρειάζεται τα έφερνε η ανιψιά της που έμενε εκεί κοντά. Οι φωνές είπε πως ήταν από το ραδιόφωνο που το έβαζε στη διαπασών για να ακούει.
Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους και όλοι μάθαν την ιστορία τους.

Οι καλοκαιρινές διακοπές , Αλέξανδρος Παράσχος

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, και πιο συγκεκριμένα στις 15 Αυγούστου του 2008, είχα πάει με τους γονείς μου στη Χαλκιδική. Θα μέναμε στο σπίτι κάποιου φίλου του μπαμπά μου.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, μας υποδέχτηκαν και μας καλωσόρισαν. Το σπίτι ήταν τεράστιο και είχε μια αυλή με σκύλο. Γύρω γύρω το σπίτι ήταν φραγμένο με ξύλο και τούβλα, μια σκεπή από κεραμίδια και από την καμινάδα έβγαινε καπνός.
Μπήκαμε μέσα στο σπίτι, που ήταν βαμμένο με διάφορα χρώματα, κόκκινο, πράσινο και μπλε. Η κουζίνα είχε πλακάκια και το σαλόνι είχε πολλά έπιπλα, όπως καναπέδες, καρέκλες και πολυθρόνες. Μας κέρασαν και μας πήγαν στο δωμάτιό μας, για να τακτοποιηθούμε. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα με πολλούς πίνακες του Picasso και του Da Vinci. Τα κρεβάτια ήταν άνετα και πολύ βολικά.
Το βραδάκι πήγαμε στην ταβέρνα και φάγαμε. Όταν επιστρέψαμε, ξαπλώσαμε και κοιμηθήκαμε.
Το πρωί βγήκα στην αυλή για να δω το σκύλο. Ήταν μαύρος με άσπρες βούλες και τον έλεγαν Jordan. Ο φίλος του μπαμπά μου ήταν ψηλός με πράσινα μάτια. Η μύτη του είχε τριγωνικό σχήμα και το μουστάκι του ενωνόταν με το λίγο μούσι που είχε. Η γυναίκα του είχε καφέ μάτια και μια ωραία μύτη. Το μεσημεράκι πήγαμε στην παραλία falgo. Η παραλία ήταν γεμάτη με κόσμο και δε βρήκαμε να καθίσουμε πουθενά. Στην απέναντι μεριά έβλεπες κάποια νησιά, λες και ήταν πολύ μικρά, ενώ ήταν πολύ κοντά. Η παραλία ήταν γεμάτη με ομπρέλες και ξαπλώστρες, για να ξαπλώνει ο κόσμος. Πίσω από τον κόσμο υπήρχαν δέντρα. Από δεξιά είχε βράχους και πολλούς ψαράδες που έπιαναν ψάρια. Από τους βράχους πηδούσανε παιδιά και κάνανε βουτιές στη θάλασσα. Πήδηξα κι εγώ μαζί με τον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου έχει μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια, μια χοντρή μύτη και χοντρό πηγούνι. Η μαμά μου καθότανε μαζί με τη γυναίκα του φίλου του μπαμπά μου και τα μαλλιά της είναι κόκκινα και καφέ μάτια, επίσης έχει ωραίο πηγούνι και είναι λίγο εύσωμη.
Μόλις πήραμε χρώμα, γυρίσαμε στο σπίτι. Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε μια βόλτα με τ' αυτοκίνητο. Τ' αυτοκίνητο ήταν κόκκινο με τέσσερις πόρτες. Μεγάλες ρόδες και ωραία καθίσματα. Πήγαμε και κάτσαμε σε μια ταβέρνα που είχε ξύλινη επένδυση. Μέσα είχε πολλά τραπέζια και πολύ πολύ κόσμο. Τα φαγητά ήταν ωραία, παραδοσιακά. Φάγαμε διάφορα όπως καλαμάρια, γαρίδες και μια σαλάτα. Φεύγοντας περνούσαμε από ένα τοπίο με πολλά δέντρα, σπίτια και διάφορα άλλα πολλά φυτά. Το βράδυ κοιμηθήκαμε.

Το πρωί ετοιμαστήκαμε, γιατί θα φεύγαμε. Θα πηγαίναμε σε κάτι άλλους φίλους μας. Λίγο πριν να φύγουμε πήγα να χαϊδέψω το σκύλο, αλλά έλειπε. Πήγα και το είπα στο φίλο του μπαμπά μου. Πανικοβλήθηκε. Αρχίσαμε να ψάχνουμε συνέχεια και τελικά δε φύγαμε. Κάτσαμε να ψάξουμε το σκύλο. Πήγαμε στο γείτονα, γιατί είχε κι αυτός σκύλο, αλλά κι αυτουνού έλειπε. Ψάξαμε σ' όλη τη γειτονιά, αλλά δε βρέθηκαν. Έπρεπε να φύγουμε όμως, γιατί μας περίμεναν οι φίλοι μας στη Βουρβουρού.

Μετά πέντε μέρες βρήκανε στην παραλία τα δύο σκυλιά. Πήγαμε και είδαμε αν ήταν τα δικά μας και τελικά ήταν ο Jordan κι η Λουλού. Τα πήραμε και τα μαλώσαμε πολύ άγρια. Μετά από μερικές μέρες μας πήρε τηλέφωνο ο φίλος του μπαμπά μου και μας είπε ότι πάλι έφυγε ο Jordan. Πήγε, τον έψαξε και ήταν στο σπίτι του γείτονα με τη Λουλού. Τελικά τα δυο σκυλιά αγαπιόντουσαν και τα έβαλαν να ζήσουν μαζί. Στο τέλος γέννησαν 15 σκυλάκια. Τα ονόμασαν με διάφορα ονόματα.
Τα σκυλάκια μεγάλωσαν πολύ. Έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.

Το τέλειο κενό, Θάλεια Μπιλίση

Μια φορά κι έναν καιρό στο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης η τάξη Α2 είχε ένα κενό... Τα παιδιά, μαζί τους κι εγώ, μπήκαμε στην τάξη μόλις χτύπησε το κουδούνι.
Η αίθουσα μας είναι το Α2, που είναι και πιο μεγάλη από την αίθουσα του Α1. Στους τοίχους το χρώμα είναι σχεδόν γαλάζιο και από τη μέση και πάνω είναι άσπρο. Η πόρτα βρίσκεται από τη δεξιά πλευρά, είναι πορτοκαλί, μεγάλη και ακριβώς μπροστά της βρίσκεται η έδρα και ο μεγάλος, καθαρός πίνακας. Δίπλα από την έδρα υπάρχει ένα σώμα καλοριφέρ κι ένα ακόμα που βρίσκεται πίσω από τα θρανία μας.
Εμείς, περιμένοντας την καθηγήτρια που θα μας έκανε μάθημα, αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα πράγματα. Όταν καταλάβαμε ότι είχαμε χάσει τη μισή ώρα, τότε διαπιστώσαμε ότι είχαμε κενό κι έτσι χαρήκαμε κι αρχίσαμε να κάνουμε ό,τι να 'ναι μέσα στην τάξη. Ξαφνικά, όμως, ο Θανάσης πήρε για πλάκα την ομπρέλα του Ιάσονα κι άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στην τάξη και να τραγουδάει το: I'm singing in the rain. Όλοι άρχισαν να γελάνε, γιατί ήταν πολύ αστείος. Ο Ιάσονας όμως άρχισε να ανησυχεί για την ομπρέλα του, γιατί δεν ήταν δικιά του και δεν ήθελε να του την χαλάσει. Ο Θανάσης, καταλάθος, του έσπασε τρεις ακτίνες και τότε ο Ιάσονας, ο οποίος είναι ψηλός, γεροδεμένος, με μακριά καστανά μαλλιά, με μάτια μεγάλα καφέ και με γυαλιά, άρχισε να τον κυνηγάει μέσα στην τάξη. Ανέβαιναν πάνω σε θρανία και καρέκλες και μέσα στην τάξη γινότανε ένας χαμός. Στη συνέχεια έπιασε το Θανάση από τα χέρια και άρχισε να τον κάνει σβούρες. Όλοι τούς κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα. Ο Θανάσης γελούσε και ήθελε κι άλλο. Ο Θανάσης, που είναι κοντούλης και πάρα πολύ ξανθός, με μάτια καστανά και με λίγο στρουμπουλά μαγουλάκια, είχε γίνει κόκκινος από το γέλιο. Αργότερα, ο Ιάσονας τον έβαλε στον τοίχο και βαρούσε σιγά και προσεχτικά το κεφάλι του. Εκεί, εγώ και η Σάρα, του λέγαμε να σταματήσει, γιατί φοβόμασταν μην τον χτυπήσει πολύ δυνατά και το κεφάλι του ανοίξει στα δύο.
Τα κορίτσια, η Εύη, που είναι η απουσιολόγος της τάξης μας, και η Αναστασία, κάθονταν σ' ένα θρανίο και έπαιζαν ένα παιχνίδι με τα χέρια τους. Η Σάρα (η διπλανή μου) έσβηνε την καρέκλα της, η Σωτηρία, η ΈΦη και ο Χρήστος, που είναι ο πρόεδρος της τάξης μας, ήταν σε ένα θρανίο και μιλούσανε. Ο Κωστής, ο Σίμος και ο Δάνης ήταν τα πιο ήσυχα παιδιά και βρισκόντουσαν σε ένα θρανίο και κοιτούσαν γύρω τους σαν να ήταν σε άλλο πλανήτη. Ο Τσαβούσογλου μαζί με τον Αλέξανδρο, τον Παράσχο, μαλώνανε όπως πάντα. Στο τέλος ο Μιχάλης και ο Δημήτρης στέκονταν κοντά στο παράθυρο, κοιτούσαν και σκεφτόντουσαν.
Ξαφνικά, όμως, η κ. Μαργαρίτη άκουσε το θόρυβο και ανέβηκε στην τάξη μας. Μάς είδε και μάς είπε ότι αν είχαμε κενό έπρεπε να τη φωνάξουμε. Μετά κάναμε μάθημα για πέντε λεπτά μόνο, και δε μας πείραξε γιατί είχαμε χάσει όλη την ώρα. Μόλις χτύπησε το κουδούνι, όλοι αρχίσαμε να γελάμε γι' αυτό που είχε συμβεί.
Αυτό ήταν το ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΕΝΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΠΟΤΕ.
Μακάρι να συμβεί ξανά.

Ένα βράδυ τρόμου, Δάνης Μιχαλάτος

Ήταν 26 Ιουνίου του 2008 σε μία κατασκήνωση. Η ιστορία αρχίζει το βράδυ στις οχτώ και μισή. Ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Αννούλα. Ήταν ψιλή , ξανθιά και φορούσε γυαλιά. Είχε μια γαλλική μύτη , μεγάλα μάτια και μεγάλο πηγούνι. Επίσης είχε μακριά μαλλιά. Είχε πάρει ένα ανώνυμο τηλε-φώνημα από κάποιον που έλεγε να συναντηθούν έξω από τις τραπεζαρίες στις 9.15.

Το πρωί στις 7.15 έπαιρνε ανώνυμα μηνύματα και τηλεφωνήματα που όλα έλεγαν «LLIK» . Οι δύο φίλοι της υποψιάζονταν κάτι εξαιτίας των πολλών θρίλερ και ταινιών τρόμου που έβλεπαν. Ονομάζονταν Βασίλης και Γιώργος Στέφος. Ο Βασίλης ήταν ψηλός με κοντά καστανά μαλλιά , μια μύτη σαν γάντζο και ένα άγριο βλέμμα. Ο Γιώργος είχε καστανά μαλλιά «καρφάκια» , φορούσε γυαλιά και ήταν κοντός. Ενας άλλος φίλος της Αννούλας που τον έλεγαν Πασχάλη έλεγε ότι όλα αυτά που έλεγαν ο Βασίλης και ο Γιώργος ήταν βλακείες και πως δεν έπρεπε να ασχοληθούν. Ο Πασχάλης ήταν κοντός , 1.45 και γελούσε με το παραμικρό. Είχε ένα αστείο πρόσωπο. Επίσης κουβαλούσε ένα σουγιά μαζί του ακόμα και όταν κοιμόταν. Ο Βασίλης και ο Γιώργος δεν του έδιναν σημασία και έβλεπαν τα ανώνυμα μηνύματα στο κινητό της Αννούλας.

Φτάνουμε τώρα στο τηλεφώνημα όπου συνεννοούνται που θα συναντηθούν. Αυτή ρωτάει τι σημαίνει το «LLIK». Αυτός λέει να έρθει έξω από τις τραπεζαρίες στις 9.15 να της δείξει τι σημαίνει. Όλοι οι κατασκηνωτές εκτός από την Αννούλα πήγανε σε μια δραστηριότητα. Ο Βασίλης αναρωτιόταν τι σημαίνει το «LLIK». Ο Γιώργος παρατήρησε ότι τα γράμματα είναι ανάποδα. Έγραψε σε ένα χαρτί «LLIK» , έβαλε το χαρτί μπροστά από ένα μικρό καθρέφτη και σχηματίστηκε η λέξη «KILL» που στα αγγλικά σημαίνει «σκοτώνω». Είδαν την ώρα και ήταν 10 παρά 10. Έτρεξαν έξω από την τραπεζαρία και δεν είδαν κανέναν. Χωρίστηκαν και έψαξαν όλη την κατασκήνωση , σπιτάκι προς σπιτάκι και γήπεδο προς γήπεδο. Ο Βασίλης πέρασε δίπλα από την πισίνα και είδε την Αννούλα τραυματισμένη και έναν τύπο να προσπαθεί να την πνίξει. Ο Βασίλης από το φόβο του δεν αντέδρασε. Αυτός ο τύπος έπνιξε την Αννούλα και ο Βασίλης δεν πρόλαβε να την σώσει. Είδε όμως το πρόσωπο του δολοφόνου και ήταν ο Πασχάλης. Στην πισίνα έφτασε ο Στέφος και τους είδε να μαλώνουν. Όρμησε μαζί με δύο φίλους του που ήρθαν για βοήθεια , τον Χρήστο και τον Γιάννη , για να τους πιάσουν και να ανακαλύψουν ποιος είναι ο δολοφόνος. Ο Χρήστος ήταν ξανθός , κοντός με ένα τρελό βλέμμα και έκανε πάρα πολλά ταχυδακτυλουρ-γικά με τα χέρια του. Ο Γιάννης ήταν κοντός με κοντά καστανά μαλλιά και καλός χαρακτήρας όπως και οι υπόλοιποι , εκτός από τον Πασχάλη. Επίσης μάθαινε τα δύσκολα ταχυδακτυλουργικά από τον Χρήστο.

Ο υπεύθυνος της κατασκήνωσης κάλεσε την αστυνομία. Τελικά έμαθαν ότι ο δολοφόνος ήταν ο Πασχάλης και δεν τον συνέλαβαν διότι αυτοκτόνησε. Ο Χρήστος ανακάλυψε ένα γράμμα στην τραπεζαρία. Το γράμμα ήταν από την Αννούλα και έλεγε : « Στα τελευταία τηλεφωνήματα άρχισε να με βρίζει και να με απειλεί . Έχει αργήσει να έρθει. Φοβάμαι. Είχαμε κανονίσει 9.15 και τώρα είναι 9.45 και κάθομαι στην τραπεζαρία και τον περιμένω. Βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ο Πασχ…..».

Μετά από πέντε χρόνια ο Γιάννης έκανε μια έρευνα και έμαθε ότι η Αννούλα τον είχε προσβάλλει πιο παλιά πάρα πολύ και ότι ο Πασχάλης είχε ψυχολογικά προβλήματα.

Μερικοί κατασκηνωτές πιστεύουν ότι στην κατασκήνωση υπάρχει το φάντασμα της Αννούλας το οποίο εμφανίζεται αργά τις νύκτες στους χώρους δίπλα από την πισίνα. Πολλοί από αυτούς μάλιστα ορκίζονται ότι το έχουν δει. Ενώ άλλοι αν και λένε ότι δεν πιστεύουν στα φαντάσματα αποφεύγουν αργά το βράδυ να πάνε εκεί…..

Διακοπές, Κώστας Χατζής

Κώστας Χατζής

Διακοπές

Το προηγούμενο καλοκαίρι είχα πάει σε μια πανέμορφη παραλία στη Χαβάη. Είχα πάει μαζί με τον κολλητό μου και τον πατέρα του. Πέρασα πολύ ωραία στη Χαβάη με ηρεμία και γαλήνη.
Η Χαβάη μου θύμιζε τις διακοπές που πήγαινα πιο μικρός στο εξοχικό μου, μαζί με το θείο μου τον Μπεν. Πιο πολύ θυμόμουνα τις ιστορίες για τη Χαβάη που μου έλεγε· ήταν λίγο τρομακτικές αλλά ωραίες.

Όταν ήμουν στη Χαβάη πηγαίναμε για σέρφινγκ με τον κολλητό μου, το Μάκη. Ήταν πολύ ωραία, αν και είχε πρόβλημα ο πατέρας του Μάκη κι έτσι πηγαίναμε κρυφά! Κάποιες φορές χορεύαμε κιόλας με τη χαβανέζικη στολή με τα λουλούδια· ήμασταν γελοίοι. Ωραία ήταν όμως! Πίναμε τα κοκτέιλ μας χορεύαμε. Τα κοκτέιλ αυτά μου θύμιζαν αυτά που έφτιανε ο θείος Μπεν στο μαγαζί του... πολύ ωραία κοκτέιλ...
Τα πρωινά πηγαίναμε με το Μάκη για βόλτα, για σέρφινγκ ή για κολύμπι. Βέβαια, ρίχναμε και τα δίχτυα μας για κανένα κορίτσι, αλλά τίποτα... αποτυχία σκέτη...
Ένα πρωί, ήταν περίεργη η μέρα, μουντή και συννεφιασμένη, κακή μέρα· όλα στραβά μού πήγαιναν. Πήγαμε για σέρφινγκ με το Μάκη. Συνέχεια έπεφτα από τη σανίδα. Νευρίασα και τα παράτησα. Ύστερα πήγαμε μια βόλτα, για να δούμε για ακόμα μια φορά την παραλία με το ήρεμο κυματάκι. Το μεσημέρι η μέρα έφτιαξε και πήγαμε στο μπαρ της παραλίας να πιούμε τα κοκτέιλ μας και να χορέψουμε. Καθίσαμε πολλή ώρα, ώσπου σε μια στιγμή παθαίνω τον νταμπλά της ζωής μου. Στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί ομορφότερο κορίτσι. Ήταν μελαχρινή με μπλε μικρά ματάκια. Είχε ένα γλυκό προσωπάκι με ένα απαλό και ωραίο μέτωπο. Τα φρύδια της ήταν σκούρα. Τα σαρκώδη χείλη της ήταν πολύ ωραία και τόνιζαν ένα μικρό στοματάκι. Αυτό όμως που με τρέλανε πάνω της ήταν η απαλή μύτη της και αυτά τα ματάκια της!... Είχε ωραίο σώμα, επειδή γυμναζόταν, με ωραία πελώρια πόδια.
Στην αρχή δίσταζα να την πλησιάσω αλλά μετά γίναμε φίλοι και γνωριστήκαμε πιο καλά. Τις πρώτες μέρες που τη γνώρισα μου θύμιζε την ξαδέρφη μου, φτυστές, ρε παιδί μου, αλλά μετά κατάλαβα ότι διαφέρουν αρκετά, άλλα χαρίσματα είχε η μια και άλλα η άλλη. Τα πρωινά ερχόταν και αυτή μαζί μας για σέρφινγκ· ήξερε καταπληκτικό σέρφινγκ, έκανε φιγούρες πάνω στη σανίδα και εγώ με το Μάκη τη θαυμάζαμε.
Αργότερα κάτι άρχισε να παίζεται αλλά κι αυτό ήταν λίγο και δε μου αρκούσε. Πίστευα ότι ο Μάκης κάτι άρχισε να κάνει μαζί της, αλλά δεν είχα και αποδείξεις.
Μια μέρα είχαμε πάει να μας δείξει το σπίτι της. Ήταν ωραίο, κομψό με χαβανέζικη διακόσμηση. Είχε ένα μικρό μπαρ με εξωτικά ποτά και ροφήματα. Οι κουρτίνες μού έκαναν μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν στο χέρι φτιαγμένες με πολύ λεπτομέρεια. Το ίδιο και τα χαλιά ήταν κομψά και λεπτά, για να μην ξεραίνονται τα πόδια σου. Κάποιες καρέκλες ήταν φτιαγμένες από καλάμι και άλλες από φοινικιά. Όταν είχαμε πάει, μας είχε βάλει ν' ακούσουμε μουσική. Ωραία ήταν! Μπήκα στο δωμάτιο της· ήταν γεμάτο μετάλλια που είχε πάρει από διαγωνισμούς σέρφινγκ και χορού. Είχε και πολλές αφίσες με διάσημους τραγουδιστές και ηθοποιούς. Το κρεβάτι της ήταν φτιαγμένο από καλάμια και το πάπλωμα είχε πάνω λουλούδια. Το λαμπατέρ ήταν μοναδικό, γιατί είχε κάλυμμα από λουλούδια και το ξύλο που είχε ήταν από φοινικιά. Το σπίτι γενικά ήταν τέλειο, όμορφο και πολύ ενδιαφέρον, γιατί τέτοιο σπίτι αποκλείεται να δεις στην Ελλάδα.
Το μόνο που έχω να πω είναι ότι οι διακοπές ήταν καταπληκτικές και δε θα τις ξεχάσω ποτέ.

Το κακό στην όλη ιστορία ήταν ο Μάκης, γιατί τελικά κάτι έκανε με το κορίτσι των ονείρων μου και μια πήγαινε αυτός στη Χαβάη και μια ερχόταν αυτή εδώ. Τελικά παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά...

Ένα αξέχαστο όνειρο , Άρτεμη - Σάρα Τζούρι

Άρτεμη - Σάρα Τζούρι

Ένα αξέχαστο όνειρο

Δεν μπορούσε ακόμα η Δάφνη να πιστέψει αυτό που της είχε συμβεί. Αυτό το παράξενο γεγονός που έγινε πριν μια εβδομάδα και θα έμενε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη της. Κάτι τόσο τρομακτικό και ταυτόχρονα υπέροχο, κάτι που έμοιαζε τόσο απίστευτο να γίνει. Θα έμενε στο μυαλό της μια για πάντα...

Όλα ξεκίνησαν ένα ωραίο, ηλιόλουστο πρωινό, όταν η Δάφνη με τη μεγάλη της παρέα αποφάσισαν να κάνουν κάτι τρελό, να ξεφύγουν λίγο από τα όρια, να εξερευνήσουν, σαν παιδιά που ήταν. Τότε ήρθε μια ιδέα στον Κώστα, να πάνε στο μεγάλο, περίεργο και τρομακτικό σπίτι που κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί για πάνω από δύο χρόνια. Όλοι συμφώνησαν μαζί του παρόλο που είχαν τρομοκρατηθεί στην ιδέα, του να μπουν σ' αυτό το σπίτι. Τελικά, όμως, μάζεψαν όλο το θάρρος που είχαν κι αποφάσισαν να πάνε.
Τα παιδιά έφτασαν μπροστά στην τεράστια και ξυλόγλυπτη πόρτα του σπιτιού και μπήκαν μέσα, αφού πρώτα χτύπησαν την πόρτα για να δουν αν είναι κανείς εκεί. Αντίκρισαν το πιο ωραίο και σκονισμένο σπίτι που είχαν δει. Ήταν εντελώς άδειο εκτός από ένα μηχάνημα τεραστίων διαστάσεων που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του.
Δεν υπήρχε και τίποτα για να εξερευνήσεις αλλά τα παιδιά βρήκαν πολύ ενδιαφέρον το μηχάνημα και άρχισαν να σκαρφαλώνουν πάνω του και να πατάνε όσα κουμπιά έβρισκαν. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε ένα μεγάλο μπαμ που τους έκανε όλους να φωνάξουν πανικόβλητοι. Πριν προλάβουν να κατέβουν απ' αυτό το περίεργο μηχάνημα, άστραψε ένα δυνατό φως και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα παιδιά δε βρίσκονταν πια στο σπίτι ούτε το μηχάνημα. Αντιθέτως, βρέθηκαν σ' ένα πρωτόγνωρο μέρος που μόλις είδαν έμειναν κόκαλο!

Μπροστά τους βρισκόταν το πιο υπέροχο πράγμα που είχαν δει ποτέ τους και παρόλο που δεν ήξεραν πού βρέθηκαν ήταν πολύ ενθουσιασμένοι αλλά και ανήσυχοι για το πώς θα γυρνούσαν πίσω. Δεν ήταν αυτό, βέβαια, που τους ένοιαζε τόσο εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό που έμοιαζε το κυριότερο ήταν η εξερεύνηση αυτού που είχαν δει.
Ήταν η πιο εξελιγμένη σε τεχνολογία πόλη στον κόσμο. Ήταν ο μελλοντικός κόσμος, καθώς τα παιδιά απ' ότι συνειδητοποίησαν μετά από αρκετή ώρα συζήτησης και αναλογισμού βρίσκονταν στο μέλλον, αφού για καλή τους ή κακή τους τύχη είχαν ταξιδέψει, χωρίς να το ξέρουν, με μια χρονομηχανή.
Το θέαμα ήταν αξιοθαύμαστο. Υπήρχαν τεράστιοι ουρανοξύστες παντού και τεράστιοι διάδρομοι σαν νεροτσουλήθρες που στριφογύριζαν πάνω, κάτω και μέσα τους ιπτάμενα αυτοκίνητα σε εκθαμβωτικά χρώματα και με κινήσεις που έμοιαζαν σαν ένα μεγάλο στριφογυριστό ουράνιο τόξο. Κάτω στο έδαφος βρισκόταν ένα πολύ μεγάλο και ασυνήθιστο σιντριβάνι που καταλάμβανε όλη την πλατεία και ήταν το κέντρο αυτού του μεγάλου ουράνιου τόξου.
Τα παιδιά, ειλικρινά, δεν πίστευαν στα μάτια τους, και ειδικά η Δάφνη, η οποία είχε μείνει άναυδη. Αποφάσισαν να προχωρήσουν και να ρωτήσουν κάποιον άνθρωπο σε ποιο έτος βρισκόντουσαν.
Καθώς περπατούσαν, συνάντησαν έναν πολύ περίεργο και αλλόκοτο άντρα. Ήταν μετρίου αναστήματος. Είχε κατάμαυρα μαλλιά που αναδείκνυαν το μεγάλο και πλατύ μέτωπο του. Είχε χοτνρά φρύδια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πολύ έντονα και τον έκαναν να φαίνεται άσχημος. Φορούσε ένα κατακόκκινο πουλόβερ που στην άκρη του ήταν λερωμένο με μουστάρδα και ένα μαύρο μακρύ παντελόνι με αλυσίδες. Ήταν σαφώς πιο μεγάλος απ' τα παιδιά· κάπου είκοσι χρονών πρέπει να ήταν. Έπειτα πλησίασαν και σιγανά τον ρώτησαν ποιο έτος είχανε. Καθώς ο άνθρωπος πήγε να αποκριθεί φάνηκαν τα μεγάλα, στραβά και κιτρινιασμένα δόντια του, πράγμα που έκανε τα παιδιά να αηδιάσουν.
Τελικά, αυτός ο κύριος τους απάντησε πως βρίσκονταν στο έτος... ...

Ντρννν! Το ξυπνητήρι χτύπησε. Ήταν 7.30 το πρωί και η Δάφνη ξύπνησε τρομαγμένη από τον ήχο του ξυπνητηριού. Έκανε λίγα λεπτά να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει ότι όλη αυτή η ιδιαίτερη και μοναδική περιπέτεια ήταν απλά ένα όνειρο. Ένα όνειρο που δε θα ξεχνούσε ποτέ, ένα όνειρο που θα ήθελε να ξαναζήσει. Ήταν το δικό της όνειρο!...

Η βάρκα και τα δελφίνια, Γιάννης Κατσάδας

Γιάννης Κατσάδας

Η βάρκα και τα δελφίνια

Πριν μερικά χρόνια είχα πάει διακοπές στη Λευκάδα. Μαζί μου ήταν ο αδερφός μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Κάποια μέρα είχαμε πάει σε μια πόλη, το Νυδρί. Από εκεί νοικιάσαμε μια βάρκα, για να εξερευνήσουμε τα νησάκια απέναντι από το Νυδρί. Η παραλία ήταν πανέμορφη και καθαρή. Είχε και ταβέρνες, για να πηγαίνεις και να τρως το μεσημέρι μετά το μπάνιο σου στη θάλασσα.
Κατά τη διαδρομή μας η θάλασσα ήταν ήρεμη και γαλανή. Πολλά νησάκια ήταν απλωμένα μπροστά μας και άλλα χάνονταν στο πέλαγος. Καθώς κατευθυνόμασταν σε μια παραλία, αντικρίσαμε μέσα στη θάλασσα δυο σκιές. Στην αρχή τρομάξαμε, αλλά μετά, αφού απομακρύνθηκαν τουλάχιστον δυο μέτρα, και άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω, άρχισαν να αναπηδάνε. Τότε καταλάβαμε πως ήταν μόνο δυο δελφίνια που ήθελαν να παίξουν.
Ο μπαμπάς μου ενθουσιάστηκε. Έβγαλε τα γυαλιά του που κάλυπταν τα καστανά του μάτια, για να μην του πέσουν μέσα στη θάλασσα, και φόρεσε το καπέλο του, για να μην πέφτει στα μάτια του ο ήλιος, κάλυψε όμως τα μαύρα μαλλιά του. Δεν μπορούσε να σηκωθεί όρθιος, επειδή είναι ψηλός, και τώρα που σταμάτησε τη μηχανή, η βάρκα θα κουνούσε πολύ. Η μαμά μου μάζεψε τα καστανόξανθα μαλλιά της και πήρε την κάμερα, για να τραβήξει βίντεο. Αμέσως τα καστανά της μάτια κόλλησαν πάνω στην οθόνη και στη θάλασσα. Ο αδερφός μου, η αδερφή μου κι εγώ είχαμε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα. Πρώτη φορά βλέπαμε από κοντά δελφίνια. Ο αδερφός μου κι εγώ τότε μοιάζαμε περισσότερο, γιατί είμαστε δίδυμοι. Δηλαδή, είχαμε τα ίδια καστανά μάτια και σχεδόν παρόμοια καστανά μαλλιά. Η αδερφή μου, προσηλωμένη στα δελφίνια, δεν είχε βγάλει ούτε μιλιά. Τα γουρλωμένα καστανά μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω τους.
Τα δελφίνια ήταν γυαλιστερά και παιχνιδιάρικα. Το ένα ήταν σκούρο μπλε και το άλλο ήταν γκριζωπό. Ήταν αρκετά μεγάλα. Καθώς ο πατέρας μου έβαλε ξανά μπροστά τη μηχανή, αυτά μας ακολουθούσαν. Κάποια στιγμή το ένα κουράστηκε, αλλά το άλλο έκανε ένα μεγάλο άλμα και μας έφτασε. Τότε καταλάβαμε πως είχαν κουραστεί και ξανασταματήσαμε. Το δελφίνι, που είχε μείνει πίσω, έφερε και παρέα άλλο ένα δελφίνι. Ήταν κι αυτό γκριζωπό και λίγο μικρότερο από τα άλλα. Αργότερα απλώσαμε το χέρι μας πάνω από την επιφάνεια του νερού και αυτά ήρθαν σε μας. Μας άφησαν να τα χαϊδέψουμε. Η επιφάνεια του κεφαλιού τους ήταν λεία και μαλακιά. Μετά άρχισαν να γυρνάνε γύρω γύρω από τη βάρκα και μόλις ξεκινήσαμε άρχισαν να πηγαίνουν και από κάτω μας. Κάποια στιγμή το ένα ζαλίστηκε από τα πολλά πηδήματα και στούκαρε πάνω στη βάρκα μας.
Όταν είδαμε την ώρα, ήταν αργά το μεσημέρι και έπρεπε να κάνουμε και μπάνιο, και γι’ αυτό σιγά σιγά φύγαμε κι αφήσαμε τα δελφίνια να βολτάρουν στο πέλαγος.

Μια ωραία χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα!, Σωτηρία Μουρατίδου

Σωτηρία Μουρατίδου

Μια ωραία χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα!

Χθες το απόγευμα, στο παρκάκι της γειτονιάς, η Στέλλα και ο Γιάννης έπαιζαν με την μπάλα τους, ώσπου άκουσαν φωνές και τσιρίδες πίσω από ένα θάμνο.
Τρομαγμένα τα δυο παιδιά έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, όταν αντίκρισαν το γνωστό τρελό της γειτονιάς. Το χαμόγελό του ως τ' αυτιά, κι ακόμα παραπέρα. Τα πράσινα μάτια του τόσο φωτεινά και τα καστανά ίσια μαλλιά του καλοχτενισμένα. Το μέτωπό του είχε σουφρώσει από τα γέλια. Φορούσε τα συνηθισμένα γεμάτα χρώματα και ζωντάνια ρούχα του. Έλαμπε ολόκληρος και συνέχισε να γελάει.
Όταν τα δυο παιδιά του μίλησαν, αυτός δεν τους απάντησε, γιατί ήταν τόσο απασχολημένος. Είχε ανέβει σε μια χοροπηδηχτή κόκκινη μπάλα και έπαιζε για πολλές ώρες. Όταν κουράστηκε, σταμάτησε και κατάλαβε πως τα παιδιά του φώναζαν για αρκετή ώρα. Τους άφησε να παίξουν με την μπάλα του, ώσπου κουράστηκαν τόσο πολύ που δεν έβλεπαν μπροστά τους.

Ο τρελός της γειτονιάς, γνωστός και ως Μάρκος, φώναξε τα παιδιά να ανέβουν στο σπίτι του. Τα παιδιά δέχτηκαν, αφού είχαν ξαναπάει και είχαν περάσει υπέροχα. Όταν ανέβηκαν, ο τρελός ξέχασε την ολοκαίνουργια χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα του κάτω. Δεν ήθελε ούτε να πει στους καλεσμένους φίλους του να κατέβουν και να του τη φέρουν, αλλά ούτε ήθελε να τους αφήσει μόνους. Αποφάσισε, λοιπόν, πως δε θα πάει.
Ο Μάρκος συνόδεψε τα παιδιά στο δωμάτιό του. Ήταν στο βάθος του διαδρόμου, δεξιά. Όταν άνοιξαν την πόρτα, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αν και είχαν ξαναπάει στο σπίτι του Μάρκου, αυτό δεν το είχαν δει ποτέ! Ο Μάρκος τους είπε πως το ανακαίνισε και πήρε καινούργια έπιπλα και έβαψε τους τοίχους.
Οι τοίχοι του ήταν χρωματιστοί! Άλλος λαχανί, άλλος γαλάζιος, άλλος κίτρινος κι άλλος φουξ. Ήταν τόσο συμμαζεμένα όλα, σαν να ήξερε πως οι μικροί του φίλοι θα ερχόντουσαν στο σπίτι του. Το κρεβάτι του, στην άκρη του δωματίου, με πολύχρωμα σεντόνια και πολλά αρκουδάκια. Η ντουλάπα με τα πολύχρωμα ρούχα, ήταν γεμάτη χρώματα. Τηλεόραση δεν είχε, γιατί, λέει, ότι του φτάνει η μία που έχουν στο σαλόνι. Το γραφείο του συμμαζεμένο και πεντακάθαρο με όλα του τα μολύβια καλοξυσμένα και τους στυλούς του γεμάτους μελάνι. Κορνίζες υπήρχαν πάνω στο γραφείο του με αστείες φάτσες. Το ραδιόφωνο ακουμπισμένο στην άκρη του γραφείου του, ήταν και αυτό πολύχρωμο, όπως όλο το δωμάτιο. Και το χαλάκι, μονόχρωμο αυτή τη φορά, πορτοκαλί, φώτιζε περισσότερο το χρωματιστό δωμάτιο. Η βιβλιοθήκη γεμάτη με τα πιο ωραία και ενδιαφέροντα βιβλία. Κι αυτά χρωματιστά. Όλο το έπιπλο της βιβλιοθήκης αυτός το είχε σχεδιάσει και μετά το ζωγράφισε πολύ ωραία. Οι παντόφλες του που περίμεναν κάτω απ' το κρεβάτι του, ως συνήθως, και αυτές ήταν χρωματιστές. Τέλος, στο πίσω μέρος της πόρτας είχε κολλήσει διάφορα χρωματιστά αυτοκόλλητα. Άλλα με ήρωες όπως ο Μίκη και η Μίνη και άλλα με ζαχαρωτά.
Όταν όμως τα παιδά κατάλαβαν πως λείπει η μπάλα του φίλου τους, έτρεξαν κάτω για να την πάρουν. Όταν έφτασαν όμως, το μόνο που είδαν ήταν μια τρύπια κόκκινη μπάλα. Καθώς κατέβηκε ο Μάρκος, που ανυπομονούσε να παίξει, τα παιδά του έκρυψαν την μπάλα. Όμως ο Μάρκος το κατάλαβε πως η χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα του ήταν τρύπια. Χαιρέτησε τα παιδιά και στεναχωρημένος πήγε στο σπίτι του.
Τα παιδιά κατανόησαν τη στενοχώρια του φίλου τους. Τότε μια ιδέα ήρθε και στους δύο. Να πάνε να αγοράσουν μια καινούργια χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα, για το Μάρκο, το φίλο τους.
Το επόμενο πρωί πήγαν, την αγόρασαν και πήραν άλλες δύο, μια για τον καθένα. Όταν χτύπησαν το κουδούνι του Μάρκου, που δεν έγραφε Μάρκος αλλά κύριος χρωματιστός, ο Μάρκος τους άνοιξε και πριν καλά καλά ανοίξει την πόρτα μια ωραία χοροπηδηχτή και κόκκινη μπάλα μπήκε μέσα στο σπίτι του.
Ο Μάρκος δεν πίστευε στα μάτια του. Το χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά επανήλθε και έλαμπε ολόκληρος. Όταν τα παιδιά του έδειξαν τις μπάλες τους, έτρεξαν όλοι κάτω και άρχισαν να χοροπηδούνε για ώρες. Όλοι τους ήταν πανευτυχείς και γελούσαν.
Τέλος, ο Μάρκος ευχαρίστησε τα παιδιά και από τότε έδιναν ραντεβού κάθε μέρα στις πέντε το απόγευμα στο παρκάκι της γειτονιάς και όλη η χώρα άκουγε τα γέλια τους και ήξερε πως αυτοί είναι οι πιο χαρούμενοι και οι πιο χαμογελαστοί άνθρωποι στον κόσμο.

Οι απρόοπτες διακοπές της Καλλιόπης, Αναστασία Μιχαηλίδου

Αναστασία Μιχαηλίδου

Οι απρόοπτες διακοπές της Καλλιόπης

Ήταν Ιούλιος όταν η 17χρονη Καλλιόπη θέλησε να πάει με τους φίλους της διακοπές σ’ ένα νησί. Μόνοι, ολομόναχοι, χωρίς γονείς να σου λένε τι να φας και τι ώρα να ξυπνήσεις. Χωρίς μικρότερα αδέλφια να σου παίρνουν τα πράγματα και να σε ειρωνεύονται! Αυτή και οι φίλοι της. ΜΟΝΟ! Βέβαια, υπήρχε ένα πρόβλημα! Οι γονείς της! Ποιος θα το φανταζόταν ότι οι ίδιοι μας οι γονείς είναι ένα πρόβλημα! … Έπρεπε να τους το πει. Έτσι, την επόμενη μέρα πήγε στην κουζίνα πρωί πρωί, ετοίμασε ένα βασιλικό πρωινό για τους γονείς της και τα αδέλφια της και τους άφησε στο τραπέζι ένα γράμμα, το οποίο έγραφε:
«Αγαπητή μαμά και λατρευτέ μπαμπά!
Πριν αρχίσετε να μπαίνετε στο ζουμί του γράμματος πάρτε ένα από εκείνα τα χαπάκια που είναι πάνω στη χαρτοπετσέτα. Συνεχίζω, έφυγα για διακοπές μαζί με τους φίλους μου για δύο εβδομάδες! Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα που θα πάμε. Φυσικά πήρα λεφτά από το συρτάρι, και όταν μπορέσω θα σας τα δώσω πίσω!
Σας αγαπώ πολύ,
με αγάπη η λατρεμένη και κακομαθημένη κόρη σας!»

Μόλις το διάβασαν οι γονείς κοιτάχτηκαν και έτρεξαν ο ένας στο συρτάρι με τα λεφτά και η άλλη στο δωμάτιο της Καλλιόπης! Βλέπετε είναι δύσκολο να πιστέψεις ένα τέτοιο γράμμα!

Η Καλλιόπη ήταν μα κοπέλα με πολλή εσωτερική δύναμη και ταπεραμέντο. Ψηλή, κοκκινομάλλα, τα φρύδια της καλογραμμένα και τα μάτια της καταπράσινα. Η μύτη της γαλλική και τα χείλια της μικρά, πολύ μικρά αλλά σε τραβούσαν. Ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα.


Έτσι πήγαν στο λιμάνι και φύγαν κατευθείαν για Σάμο. Μόλις έφτασαν, μείναν με ανοιχτό στο στόμα! Ξετρελάθηκαν! Μόνο ο Στάθης δεν τρελάθηκε, γιατί οι γονείς του είναι δικηγόροι και τον πήγαινα κάθε χρόνο σε τέτοια μέρη.
Πήραν ταξί και έφτασαν στο ξενοδοχείο. Με το που κατέβηκαν από το ταξί τους ξαναέπεσε το σαγόνι ίσαμε εκεί κάτω. Πέντε αστέρων, σου λέει… Μες τη χλιδή! Τα παλιόπαιδα!... και αποχαιρέτησαν τους γονείς τους μόνο με ένα γράμμα! Και τα χρήματα για το ξενοδοχείο δεν ήταν λίγα! Μπαίνοντας μέσα όλα έλαμπαν! Οι καναπέδες δερμάτινοι, οι τοίχοι βαμμένοι χρυσοί, κάτι πολυέλαιοι και κείνοι χρυσοί! Δεν ήξεραν πού να πρωτοκοιτάξουν! Ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, τα εξερεύνησαν, πάλι τα ίδια χρυσαφιά και ασημένια χρώματα· τώρα άρχισε να τους φαίνεται λίγο κιτς, αλλά τα κρεβάτια νερού και το μπάνιο με τη σάουνα ήταν τα καλύτερα!
Μπαίνοντας στο μπάνιο η Καλλιόπη και βλέποντας ένα καλαθάκι γεμάτο σαπουνάκια θυμήθηκε τη φίλη της την Κατερίνα από την Αγγλία που μιλούσαν στο internet. Της είχε πει όταν πάει σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο να βουτάει ό,τι βρίσκει! Κι έτσι άρχισε από τα σαπουνάκια! Το μεσημέρι συνέχισε με τα φρούτα και στον βραδινό χορό, που διοργάνωσε το ξενοδοχείο, τα σοκολατάκια! Εκείνος ο χώρος όπου έγινε ο χορός ήταν σαν παλάτι. Όλοι ντυμένοι στην τρίχα με τα γοβάκια τους και τα χρυσαφικά τους, κι αυτοί, οι δικοί μας, ας μην αναφέρω πώς ήταν γιατί διαβάζουν και μικρά παιδιά! Τέλος πάντων…
Πέρασαν τέλεια στις διακοπές τους! Τις δύο τελευταίες μέρες άρχισαν να σκέφτονται λίγο και τι θα κάνουν όταν θα γυρίσουν σπίτι τους! Πώς θα το εξηγούσαν στους γονείς τους. Γιατί, φυσικά, με ένα γραμματάκι όλο ορθογραφικά και μουτζούρες δε θα καθάριζαν! Θα μου πείτε γιατί, τόσες μέρες δε μιλούσαν με τους δικούς τους; Όχι, το είχαν σκεφτεί κι αυτό τα σκασμένα! Άλλαξαν νούμερο, για να μην τους βρούνε αλλά να μπορούν να μιλάνε μεταξύ τους! Την ημέρα της αναχώρησης αποφάσισαν να πάνε στο μουσείο του νησιού. Όχι πως ήθελαν, αλλά για χατίρι των γονιών τους. Ε, και μετά καταλαβαίνετε… θα έβγαζαν φωτογραφίες από το μουσείο, θα τις έδειχναν στους γονείς τους λέγοντας: Δε βλέπετε εμείς στο νησί δεν καθόμασταν όλη μέρα με τους καφέδες αλλά πήγαμε σε μουσεία, κάναμε βόλτες στα σοκάκια και ποιος ξέρει τι άλλο θα σκεφτούν!
Το απόγευμα μπαίνοντας στο πλοίο για Αθήνα άρχισαν όλοι να στραβοκαταπίνουν. Φτάνοντας στον Πειραιά άρχισαν να έχουν δύσπνοια. Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού τους άρχισαν να έχουν τάση για λιποθυμία. Ε, τελικά, μπαίνοντας μέσα λιποθύμησαν!

Από τότε δεν ξαναπήγαν πουθενά χωρίς να το συζητήσουν με τους γονείς τους. Οι γονείς της Καλλιόπης ήταν πολύ θυμωμένοι, αλλά επειδή την είδαν που λιποθύμησε, αντί να τη μαλώσουν έκαναν κάτι πολύ έξυπνο! Της έγραψαν ένα γράμμα, το οποίο έλεγε:
«Αγαπητή μας κόρη,
εμείς οι γονείς σου και τα αγαπημένα σου αδέρφια, που στο γράμμα σου δεν τους έδωσες φιλιά, πάμε διακοπές για τρεις βδομάδες! Φαγητό έχει για τρεις μέρες. Για να μην χαρείς σου λέμε ότι θα έρχεται η γιαγιά κάθε δύο μέρες, όχι για να σου φέρνει φαγητό, αλλά για να βλέπει αν έχεις κουβαλήσει κανέναν από εκείνους τους βρομερούς και μπιχλιασμένους φίλους σου. Α, γλυκιά μου, και όταν θα γυρίσουμε σπίτι να λάμπει, όπως το ξενοδοχείο που πήγατε. Σε αυτό το σημείο θα αναρωτιέσαι πώς ξέρουμε ότι το ξενοδοχείο λαμποκοπούσε! Γλυκιά μου, σε περίπτωση που δεν υπολόγισες το ταξίδι το υπολόγισε ο μπαμπάς, βλέποντας ότι λείπουν από το συρτάρι επτά χιλιάδες ευρώ. Οπότε, όπως τα είπαμε! Το σπίτι λαμπίκο, α, και το ψυγείο γέμισέ το με τα χρήματα που ελπίζω να σου περίσσεψαν από το ταξίδι, γιατί δεν έχει λεφτά στο σιρτάρι! Άντε, μωρό μου, καλό καλοκαίρι.
Οι γονείς σου και τ’ αδέρφια σου.»

Το 24 ωρο της συμφοράς, Εύη Παυλίδου

Εύη Παυλίδου

Το 24ωρο της συμφοράς

Ο Γιαννάκης μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί. Οι δύο αστυνομικοί είχαν φύγει πριν δέκα λεπτά κι όμως η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη ασφυκτική. Η κυρία Ματίνα φοβόταν να εκφράσει ελεύθερα την απορία της. Μήπως έφταιγε η ίδια για το ατυχές αυτό γεγονός που τους συνέβη; Αντίθετα, ο κύριος Γιώργος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια συλλογιζόμενος την αιτία καθώς επίσης και τη λύση του προβλήματός τους. Επικρατούσε ησυχία. Είναι μερικές φορές, που η σιωπή σε κουφαίνει! Για να μην περιπλέξουμε όμως περισσότερο το θέμα, ας το πάρουμε από την αρχή…
Ήταν Παρασκευή πρωί όταν η κυρία Ματίνα πρότεινε στον άντρα της να πάνε το Σάββατο στην Αθήνα, στους φίλους και στους συγγενείς τους. Να ξεσκάσουν κι αυτοί αλλά κι ο Γιαννάκης. Ένα 24ωρο χαρούμενη παρένθεση στη ρουτίνα μιας ζωής: σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι! Ο κύριος Γιώργος, χωρίς δισταγμούς, της απάντησε θετικά, διότι γνώριζε την αδυναμία που είχε η γυναίκα του στους ανυπόμονους, λίγο περίεργους αλλά πάντα καλόκαρδους συγγενείς τους. Βλέπετε, η τελευταία φορά που έφυγαν από το χωριό και πήγαν στην Αθήνα ήταν το προηγούμενο καλοκαίρι και τώρα είχε ήδη μπει ο Απρίλιος. Για να μην τα πολυλογώ όμως, όταν με το καλό ξημέρωσε η επόμενη μέρα, σηκώθηκαν, έφαγαν, ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν γεμάτοι χαρά το σύντομο ταξίδι τους. Αλλιώς όμως το σχεδίασαν και αλλιώς έγινε…

Αυτό το πρόσωπο, αυτή η άγρια και περίεργη φάτσα δε θύμιζε τίποτα. Χωρίς μαλλιά, χωρίς φαβορίτες και με ελάχιστα φρύδια, το πάνω μέρος του προσώπου έμοιαζε με κουρεμένο γκαζόν. Μάτια λιγάκι σχιστά και απόχρωσης πικροδάφνης αναδείκνυαν το όλο σχήμα και την όλη δομή του προσώπου. Η μύτη γαμψή, περιτριγυρισμένη από έντονες πορτοκαλί φακίδες, που έμοιαζαν με βούλες μαρκαδόρου πάνω στα μεγάλου μεγέθους μήλα του! Τα περίεργα χείλη του αγρίευαν το πρόσωπό του. Το πάνω χείλος λεπτό, σχεδόν αόρατο, ερχόταν σε αντίθεση με το κάτω που ήταν σαρκώδες και σκασμένο από το κρύο. Δόντια ολόισια και άσπρα σαν αμύγδαλα έδιναν ένα άλλο ύφος, πιο χαρούμενο στο στόμα, το οποίο ποτέ δε χαμογελούσε! Οι πολλές ρυτίδες γύρω από το στόμα του και ιδιαίτερα από τα μάτια του, αποτελούσαν το κερασάκι στην τούρτα. Όσο για το σώμα, εκεί έχουμε άλλα… Σχετικά κοντός και λεπτός σαν οδοντογλυφίδα, έμοιαζε με μικροσκοπικό ανθρωπάκι. Φορούσε σκούρη μπλε μπλούζα, που έμοιαζε πολύ με την μπλε ζακέτα του. Μπουφάν δεν υπήρχε. Το παντελόνι κοντό, μέχρι το γόνατο, άφηνε ξεσκέπαστη τη γάμπα του. Κάλτσες λαχανί με μαύρες βούλες έδιναν ένα πιο χαρούμενο τόνο στην γενική του εμφάνιση. Αντίθετα, τα παπούτσια μαύρα με παλιά κορδόνια, λερωμένα από τη λάσπη, βρόμιζαν το κάτω μέρος των ποδιών του. Ξαφνικά το βλέμμα του άδειασε και ρίχνοντας αστραπιαίες ματιές στο χώρο παρατηρούσε από πού θα ξεκινούσε το έγκλημα!
Δεν του πήρε πολλή ώρα να αποφασίσει κι έτσι ξεκίνησε… Έβγαλε από την τσέπη του μια μεγάλη μαύρη σακούλα καθώς και τα γάντια του. Τα φόρεσε προσεκτικά και άρχισε να ξεδιπλώνει τη σακούλα. Ξεκίνησε από το δωμάτιο του Γιαννάκη. Μπήκε, έκλεισε ελαφρώς την πλαστική κόκκινη πόρτα και όρμησε! Μέσα σε εφτά λεπτά είχε κάνει το δωμάτιο χάλια. Λες κι έπεσε βόμβα ήταν! Τώρα τι μπόρεσε κι έκλεψε από ένα παιδικό δωμάτιο, κανείς δεν ξέρει. Άβυσσος η ψυχή αλλά και το μυαλό του ανθρώπου… Συνέχισε πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα της κυρίας Ματίνας και του κυρίου Γιώργου. Εκεί, ναι, βρήκε πολλά ενδιαφέροντα αντικείμενα. Δεκάδες δαχτυλίδια και γενικά κοσμήματα, πανάκριβες κολόνιες και καλλυντικά καθώς όμως και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο φάνηκε να τον ευχαριστεί και ιδιαίτερα! Το σαλόνι όμως τον εντυπωσίασε περισσότερο απ’ όλους τους υπόλοιπους χώρους, κάτι το οποίο ήταν προφανές από την αρχή. Νομίζω πως ήταν η πρώτη φορά που ένα πλατύ χαμόγελο μέχρι τα αυτιά είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Ήταν όμως ένα χαμόγελο ειρωνικό και πονηρό και σε καμία περίπτωση το χαμόγελο της χαράς και της ευτυχίας. Αφού όμως τελείωσε και με το σαλόνι, και μιας και δεν τον «έτρωγε» ο χρόνος, είπε να βγει στο μεγάλο μπαλκόνι, να κάτσει και να ξεκουραστεί. Άνοιξε, λοιπόν, τη μεγάλη μπαλκονόπορτα και με ένα βήμα πέρασε από μέσα προς τα έξω.
Η θέα τον εξέπληξε. Ο ουρανός σχετικά καθαρός και όπως πάντα ήρεμος έδινε φως στη μέρα. Τα ελάχιστα γκριζωπά σύννεφα κι ο λαμπερός πορτοκαλοκόκκινος ήλιος έμοιαζαν με καρφίτσες που είχαν κολλήσει πάνω στον ουρανό και δεν έλεγαν να βγουν! Όσο για τη θέα από κάτω… Μικρά και μεγάλα λοφάκια, άπειρα πράσινα και περίεργου σχήματος δέντρα, καθώς και μικροσκοπικά ζωάκια γέμιζαν με χρώμα όλο το χώρο. Τα μικρά σπιτάκια και τα λίγα μαγαζιά ήταν γαντζωμένα στους λόφους και τα βουναλάκια, δίνοντας την εντύπωση ότι θα έπεφταν.!
Όπως είπα και πριν το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Η βεράντα όμως είχε και λουλούδια, εκτός από το υπέροχο θέαμα! Ζουμπούλια, σκυλάκια, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα και ό,τι άλλα είδη και χρώματα λουλουδιών μπορεί να φανταστεί κανείς.
Έξω όμως το σούρουπο πύκνωνε κι ένα απαλό αεράκι σάλευε τα μαβιά λουλούδια της μπουκαμβίλιας, που σιγά σιγά έχαναν το χρώμα τους και γίνονταν γκριζωπά. Αυτό ήταν η ένδειξη ότι έφτασε η ώρα να φύγει. Μάζεψε λοιπόν τα πραγματάκια του και πήρε το δρόμο του γυρισμού…
Δεν ήταν όμως ο μόνος που επέστρεφε. Η κυρία Ματίνα, ο κύριος Γιώργος και ο εφτάχρονος Γιαννάκης ήθελαν ακόμη πέντε λεπτά για να φτάσουν στο σπίτι τους. Αυτά τα πέντε, λοιπόν, βασανιστικά λεπτά πέρασαν τρομερά γρήγορα. Ο κύριος Γιώργος έβαλε τα κλειδιά για να ξεκλειδώσει. Αχρείαστα του φάνηκαν όμως. Τα έβαλε στην κλειδαριά και δε χρειάστηκε να γυρίσει πολλές φορές το κλειδί. Μόνο μία έφτανε. Η απογοήτευση και ο τρόμος σχηματίστηκαν αμέσως στα πρόσωπά τους. Ούτε βήμα δεν μπορούσαν να κάνουν. Τα μάτια της κυρίας Ματίνας ήταν γεμάτα απορία, ενώ πάνω στο πρόσωπο του κυρίου Γιώργου είχε σχηματιστεί η κούραση της ημέρας.

Τελικά η κυρία Ματίνα είχε κλείσει την πόρτα πριν φύγουν ή την άφησε μισάνοιχτη;…