Ένα παράξενο σπίτι και οι δύο φίλοι, Θανάσης Σέρβος

Ο Γιώργος και ο Ανδρούτσος ήταν δύο φίλοι που μέναν στην Αμερική. Και τα δυο παιδιά είχαν ελληνικές ρίζες. Ο Ανδρούτσος και ο Γιώργος ήταν πολύ καλοί φίλοι και γείτονες. Είχαν την ίδια ηλικία, περίπου 13, και γνώριζαν ο ένας τον άλλο από μικρά παιδιά. Ο Ανδρούτσος ήταν πιο άτακτος και συνέχεια έμπλεκε σε φασαρίες, ενώ ο Γιώργος ήταν πιο φρόνιμος και με καλύτερους τρόπους.

Αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον των παιδιών ήταν ένα ερειπωμένο σπίτι, κοντά στη γειτονιά τους. Έτσι, μια μέρα οι δύο φίλοι αποφάσισαν, μετά από συζήτηση που κράτησε πολλή ώρα, να πάνε στο σπίτι και να το εξερευνήσουν. Όλα τα παιδιά στη γειτονιά λέγανε τρομακτικές ιστορίες γι' αυτό το σπίτι, για παιδιά που μπαίναν μέσα και δε ξαναγύριζαν ποτέ, και άλλοι πως το σπίτι είναι καταραμένο και ακούγονται κραυγές το βράδυ.
Την επόμενη μέρα οι δύο φίλοι ξεκίνησαν για να πάνε στο εγκαταλειμμένο σπίτι· πήραν ό,τι χρειαζόντουσαν μαζί τους, όπως ένα φακό, λίγα τρόφιμα και τον αγιασμό από την εκκλησία σε μπουκαλάκι, για να μείνουν τα φαντάσματα μακριά τους.
Όταν φτάσανε, είδαν μια μεγάλη σκουριασμένη πόρτα που ήταν ανοικτή. Ο κήπος ήταν τεράστιος. Παλιά πρέπει να ήταν όμορφος, αλλά τώρα ήταν απεριποίητος και γεμάτος αγριόχορτα. Όταν φτάσανε στην πόρτα του σπιτιού, ο Γιώργος και ο Ανδρούτσος διαφωνούσαν για το ποιος θ' ανοίξει την πόρτα.
- Άνοιξέ την εσύ, είπε ο Ανδρούτσος.
- Γιατί εγώ, είπε ο Γιώργος. Γιατί δεν την ανοίγεις εσύ, αφού είπες πως δε φοβάσαι, συμπλήρωσε.
- Κι αν κάτω από το χαλάκι υπάρχει παγίδα και όταν σπρώξω την πόρτα πέσουμε σε κάποια παγίδα; είπε ο Ανδρούτσος.
- Καλά, αφού φοβάσαι, θα την ανοίξω εγώ!, είπε ο Γιώργος.

Ο Γιώργος έσπρωξε την πόρτα αλλά χωρίς αποτέλεσμα· δεν άνοιγε, γιατί ήταν κλειδωμένη.
Καθώς ετοιμαζόντουσαν να πάρουν φόρα και να πέσουν πάνω της, είδαν ένα κουδούνι που βρισκόταν πίσω από ένα αναρριχητικό φυτό, πάτησαν το κουδούνι και προχώρησαν προς την πόρτα.
Μια ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και ρώτησε τα παιδιά τι ήθελαν. Της είπαν πως νόμιζαν ότι το σπίτι ήταν εγκαταλειμμένο. Η κυρία τα ρώτησε άμα ήθελαν να μπουν μέσα και να τους κεράσει κουλουράκια.

Μπήκαν μέσα διστακτικά. Κάθισαν σ' ένα καναπέ και μιλούσαν για διάφορα θέματα, όπως από πού είναι και πώς τους λένε. Η κυρία ήταν μεγάλη σε ηλικία. Ήταν ψηλή, μελαχρινή με άσπρες ρίζες στα μαλλιά της και τα μάτια της είχαν ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Το πρόσωπό της είχε πολύ χαλαρό δέρμα και ρυτίδες. Τα δόντια της ήταν στραβά και η μύτη της ήταν μεγάλη σαν του Πινόκιο, όταν έλεγε ψέματα. Στη συνέχεια ξενάγησε τα παιδιά στο σπίτι, αυτό βέβαια πήρε πολλή ώρα, γιατί το σπίτι της κυρίας ήταν πολύ μεγάλο και δαιδαλώδες, αφού είχε πολλά δωμάτια που μερικά είχαν χρόνια να χρησιμοποιηθούν. Όταν τέλειωσε την περιήγηση ο Γιώργος ρώτησε την κυρία, γιατί δεν την είχαν δει ποτέ και γιατί ακουγόντουσαν φωνές απ' το σπίτι της. Η κυρία είπε πως είχε πρόβλημα στα μάτια και δεν έκανε να βγαίνει έξω στο φως της ημέρας και τα πράγματα που χρειάζεται τα έφερνε η ανιψιά της που έμενε εκεί κοντά. Οι φωνές είπε πως ήταν από το ραδιόφωνο που το έβαζε στη διαπασών για να ακούει.
Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους και όλοι μάθαν την ιστορία τους.

3 σχόλια:

  1. ΘΑΝΑΣΗ ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΕΒΑΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΛΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ...!!! ΜΠΡΑΒΟ,ΜΠΡΑΒΟ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΜΠΡΑΒΟ!!!




    !!!ΕΥΗ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΜΠΡΑΒΟ ΒΡΕ ΘΑΝΑΣΗ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΥ...ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ!!!
    !!!ΔΗΜΗΤΡΑ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τ ε λ ε ι ο!!!!!!!!!!!!!!!! μπραβο Θαναση μπράβο !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!Σωτηρια

    ΑπάντησηΔιαγραφή