Μια ωραία θαλασσοτρικυμία, Δημήτρης Παπαδημητρίου

Όλα άρχισαν μια χρονιά που δεν είχα γεννηθεί εγώ. Αυτήν την ιστορία που θα σας αφηγηθώ μου την είχε διηγηθεί ένα άλλο παιδί πριν από κάμποσο καιρό. Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ έγινε το 1994.

Το καλοκαίρι, λοιπόν, αυτής της χρονιάς, βρέθηκαν δύο πολύ καλοί φίλοι, ο Τάσος και ο Βασίλης, σαραντάχρονοι περίπου και οι δυο, κάπου στην Χαλκιδική. Ο Τάσος ήταν ψηλός, τόσο που φαινόταν σαν μπασκετμπολίστας, ενώ το δέρμα του ήταν πολύ απαλό και σκούρο από τον ήλιο. Τα μαλλιά του ήταν σηκωμένα καρφάκια και είχαν χρώμα ανοιχτό μαύρο, που του πήγαινε πολύ. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, το πρόσωπό του όμως το ομόρφαιναν τα φρύδια του, που στην αρχή ήταν λίγο σηκωμένα και μετά πήγαιναν ίσια. Το πιγούνι του ήταν θεληματικό και είχε μεγάλη μύτη. Ήταν αρκετά σωματώδης, κάτι παραπάνω από το κανονικό, μάλλον προς το χοντρός. Τέλος, το «χόμπι» του ήταν να ψαρεύει, όπως, άλλωστε, και του Βασίλη. Ο Βασίλης δεν ήταν πολύ ψηλός. Είχε καστανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Εντύπωση έκανε η μεγάλη μύτη του που υπερτόνιζε τα σαρκώδη χείλη του. Κατά τ’ άλλα θα λέγαμε πως ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Μια ηλιόλουστη μέρα ετοίμασαν όλα τα σύνεργα, δηλαδή τα καλάμια, τις πετονιές και τα δολώματα και ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη ψαριά. Λοιπόν, στις έξι ώρα τα χαράματα ξεκίνησαν μ’ ένα φουσκωτό, το οποίο ήταν κίτρινο και μεγάλο και χωρούσε ίσαμε 7-8 άτομα. Η ώρα είχε περάσει αρκετά, όταν έφτασαν στην τοποθεσία που συνήθως ψάρευαν. Μετά από τρεις ώρες είχαν πιάσει πάρα πολλά ψάρια. Σκέφτηκαν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω και τότε συνειδητοποίησαν ότι είχαν χαθεί, γιατί χωρίς να το αντιληφτούν τους είχαν παρασύρει τα θαλάσσια ρεύματα. Σιγά, σιγά μεσημέριαζε και οι φίλοι μας ταξίδευαν όλο και πιο μακριά. Για να καταλάβετε ένα πράγμα σαν τον νόστο του Οδυσσέα.

Είχε φτάσει το μεσημέρι, ο καιρός άρχισε να χαλάει και να βγάζει ομίχλη. Ο Βασίλης που ήταν και κοσμογυρισμένος κατάλαβε ότι είχαν φτάσει στην Σκόπελο. Σταμάτησαν τη μηχανή της βάρκας και σκέφτονταν να κάτσουν στο νησί ή να προσπαθήσουν να γυρίσουν πίσω. Αποφάσισαν να το τολμήσουν και να γυρίσουν. Πήγε ο Τάσος να βάλει μπροστά τη μηχανή και διαπίστωσαν ότι η μηχανή δεν έπαιρνε με τίποτα μπρος. Προσπαθούσαν για ώρα, γεμάτοι αγωνία, αλλά τίποτα, η μηχανή δεν έλεγε να ξεκινήσει. Εξαντλημένοι από την αγωνία έβλεπαν το νησί όλο και πιο μακριά! Ο άνεμος δυνάμωνε όλο και περισσότερο και δεν κατεύθυνε πλέον η μηχανή τη βάρκα αλλά, το κύμα οδηγούσε τη βάρκα όπου ήθελε εκείνο.

Η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή, ο καιρός όλο και χειροτέρευε και τα κύματα είχαν φτάσει τα πέντε μέτρα. Οι δύο φίλοι δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά τέτοιο πρόβλημα. Η θάλασσα ήταν πολύ άγρια, θολή και κατάμαυρη. Η βάρκα ανεβοκατέβαινε πάνω στο κύμα, λες και ήταν σε κανένα παιχνίδι στο λούνα - παρκ. Φοβισμένος ο Βασίλης πήγε να καλέσει από το κινητό του το λιμενικό ή κάποιον άλλον. Μόλις έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του, ήρθε ένα θυμωμένο κύμα προς τα επάνω του, έτσι έχασε την ισορροπία του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το κινητό έκανε παρέα στα ψάρια!!! Η κατάσταση ήταν πια σκέτη απελπισία. Το βράδυ είχε πέσει, και η σκοτεινιά της νύχτας σκέπαζε τα πάντα.

Οι συγγενείς τους ανησύχησαν και ειδοποίησαν το λιμενικό να ψάχνει παντού.

Σε λίγο θα ξημέρωνε και άρχισε να βρέχει. Οι ήρωες μας ήταν σίγουρα καταδικασμένοι. Χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν, πήραν έναν κουβά και άδειαζαν συνέχεια το νερό που έμπαινε στο φουσκωτό. ,

Το λιμενικό δεν μπορούσε με τίποτα να τους βρει και τα ελικόπτερο δεν μπορούσαν να φύγουν λόγω της κακοκαιρίας. Μετά από μια μέρα έρευνας, ένα σκάφος του λιμενικού, τους είδε σε μια απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων. Τα καιρικά φαινόμενα όμως δεν είχαν αλλάξει. Το λιμενικό πλησίαζε όλο και πιο πολύ όμως οι ήρωες μας απομακρύνονταν όλο και περισσότερο. Ο καιρός, ευτυχώς, άρχισε να μαλακώνει σιγά σιγά, όμως συνειδητοποίησαν ότι η βάρκα του λιμενικού, είχε ακουμπήσει σ’ ένα ύφαλο, κι άρχισε να βουλιάζει. Τότε οι ήρωές μας έβαλαν τους άντρες του λιμενικού στην δικιά τους βάρκα πριν συμβεί το μοιραίο.

Κάποια στιγμή ο καιρός άλλαξε και η θάλασσα έγινε και πάλι λάδι. Προσπάθησαν να βάλουν ξανά μπρος τη μηχανή, και ω του θαύματος, αυτή τη φορά πήρε μπρος με την πρώτη προσπάθεια. Μετά από μία μέρα περιπέτειας κατάφεραν να φτάσουν στη Χαλκιδική. Εδώ οι φίλοι μας είναι πραγματικά ήρωες, γιατί κατάφεραν και να ξεφύγουν από την τρικυμία και να σώσουν τους άντρες του λιμενικού.

Όλοι τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, μερικοί έκλαιγαν από τη χαρά τους . Τους επιβράβευσαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Βγήκαν στην τηλεόραση και έγιναν μεγάλο θέμα στην Ελλάδα και όχι μόνο.

Τέλος, με τέτοια περιπέτεια θα νόμιζε κανείς πως δε θα πήγαιναν για ψάρεμα ποτέ ξανά, αλλά αυτοί πίστευαν πως ήταν απλώς μια μεγάλη εμπειρία και συνέχισαν το «χόμπι» τους, μέχρι τα γεράματα. Βέβαια, συνάντησαν κι άλλες παρόμοιες καταστάσεις και ποτέ δεν το έβαλαν κάτω. Η ιστορία τους θα μείνει αξέχαστη στην καρδιά των ανθρώπων και όχι μόνο στη δικιά τους αλλά και στη δικιά μου!

1 σχόλιο:

  1. ΚΑΛΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΤΕΛΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΥ...!!!ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ.ΕΣΚΙΣΕΣ...!!!



    !!!ΔΗΜΗΤΡΑ!!!ΑΠΟ Α1

    ΑπάντησηΔιαγραφή